Λαογραφικά στοιχεία

Για να Θυμούνται οι Παλιοί και να Μαθαίνουν οι Μυρσι…νέοι.

(Διονυσίου Ν. Μπώκου: «ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΠΟΣ (Μύρσινος – Μυρτούντιο - Μυρσίνη»

ΜΕΡΟΣ Δ΄ - Τέχνες – Τεχνικές - Συνήθειες¨ – ΚΕΦ.8,9 – Σελ.114-118)

8. Η σταφίδα

Η «Ράχη», όπως αναφέρεται και στο κεφάλαιο «Οι Περγάρη», ήταν η «μάνα», ο κατ’ εξοχήν χώρος και τόπος καλλιέργειας της σταφίδας.

Από τα Περγαρέικα και ανατολικά του δρόμου της «Ράχης», μέχρι το «τρικάμαρο» (τούρκικο) γεφύρι, στον Ανισάτο, όλη αυτή η περιοχή, ήταν κατάφυτη από σταφίδα.

Στην αντίπερα όχθη του Ανισάτου, ανατολικά, οι σταφίδες ήταν ελάχιστες, στις θέσεις «Μανιατέικα» και «Θωματέικα». Η παραγωγή όμως εκεί, ήταν εμφανώς μικρότερη ανά στρέμμα από εκείνη στη «Ράχη».

Αν λάβουμε υπ’όψιν, τα αναφερόμενα σε βιβλιογραφίες και τις αναφορές του Γ. Παπανδρέου και άλλων σ’ότι αφορά τη σταφίδα, διαπιστώνουμε ότι η καλλιέργειά της, είναι γνωστή και ως εκ τούτου και το εμπόριό της – από τον 13ο αιώνα μ.Χ. τουλάχιστον, στην περιοχή « …και άλλη προσέτι μαρτυρία ότι επί Φραγκοκρατίας εν Πελοποννήσω (1205-1430) εξήγετο και σταφίς προς τοις άλλοις εκ του λιμένος της Γλαρέτζης…».

Όμως κι αν δεν υπάρχουν παλιότερες αναφορές, δεν είναι δύσκολο να αχθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι η σταφίδα είναι γνωστή πολύ πριν, αφού ο Όμηρος αναφέρει το «λιαστό σταφύλι»! Και μάλιστα στα Ιόνια νησιά!

Η 122-124 (Οδύσσεια) «Είχε (ο Αλκίνοος στη χώρα των Φαιάκων) κι ένα πολύκαρπο αμπέλι φυτεμένο. Άλλες του λιάστρες ξήραινε σε γης στρωμένη ο ήλιος κι άλλα σταφύλια που τρυγούν κι άλλα πατούν ξοπίσω».

Επειδή, τα γεγονότα – στον Όμηρο – δεν είναι, δεν δίδονται «εν φάσει» με τον χρόνο και επειδή θέλει τον Οδυσσέα να έμεινε στους Φαίακες 72 ημέρες, οπότε πρόφθασε και τρύγο σταφίδας και τρύγο αμπελιών, η περιγραφή, για τα «ομοειδή» γίνεται μαζί, χωρίς διαχωρισμό του χρόνου.

Απ’ ότι λοιπόν βλέπουμε είναι ξεκάθαρη η διαφορά – και του χρόνου! – μεταξύ σταφίδας (λιάστρες, θειλόπεδον=αλώνι) και αμπελιού (τρυγούν και πατούν).

Συνεπώς η ύπαρξη και η καλλιέργεια της σταφίδας δεν φαίνεται να είναι και κάτι «άδηλον στο χρόνο» όπως λέει ο Γ. Παπανδρέου.

Αναφέρομαι λοιπόν και στη σταφίδα, γιατί η καλλιέργειά της στη «Ράχη» από τους Περγάρη, καλλιέργεια από «πάππου προς πάππου», πιθανότατα βάζει ένα λιθαράκι, έστω μικρό, σ’ αυτό που αναζητούμε…

 

9. Το Βούρλο: Άρνισμα και χρησιμότητα

    Παλιά, πριν εμφανιστούν στην αγορά της επαρχίας, σπάγγοι, σύρματα κλπ, για εργασίες που απαιτούσαν δεσίματα, όπως η σταφίδα, η κατασκευή φράχτη κλπ, γι’ αυτό το σκοπό χρησιμοποιούνταν βούρλα. Μάλιστα θυμάμαι ότι για ένα διάστημα, 2-3 ετών, δηλαδή την περίοδο 1948-50, πουλούσαμε ματσάκια βούρλων, στο μπακάλικο που διατηρούσαμε.

Το βούρλο αφ’ εαυτού, δείχνει τον συγκεκριμένο τόπο στον οποίο φύεται. Τόπο που πρέπει να είναι κοντά σε λίμνη ή σε υφάλμυρα νερά ή σε βάλτο. Και τούτο γιατί ανήκει στα υδροχαρή φυτά.

Τα γνωστά είδη βούρλων στην περιοχή μας, είναι δύο. Το σκληρό – το ολοόσχοινο στην επιστημονική του ονομασία – αυτό με την σκληρή επίσης βελόνα (ακίδα) που εξέχει προστατευτικά του σταχιού του και το άλλο το μαλακό, χωρίς βελόνα, το λεγόμενο κείπυρον (φουσκόβουρλο).

Και τα δύο είδη βούρλων, ήταν παλιά, χρήσιμα, στον αγρότη γενικά. Τον κτηνοτρόφο. Το μεν πρώτο για τα απαραίτητα δεσίματα, όπως αναφέρουμε, το δε δεύτερο, χλωρό ή ημίχλωρο, για τροφή μεγάλων ζώων, όπως γελαδιών, αλόγων κλπ. Και τα δύο φύονται στα ίδια μέρη στην περιοχή μας.

Οι Μυρσιναίοι λοιπόν, το καλοκαίρι, που τότε είχαν ωριμάσει (σποριάσει) τα σκληρά βούρλα, πήγαιναν στην παραθαλάσσια περιοχή και κυρίως στου Μποσινάκη (βλέπε χάρτη Νο 3, σελ. 30) και έβγαζε όσα βούρλα χρειαζόταν για τις δουλειές του.

Γυρνώντας και για όσο θα ήταν ακόμα χλωρά, θα έπρεπε να τα «αρνίσει». Πριν όμως από αυτήν την επεξεργασία, που αναπτύσσεται πιο κάτω, έπρεπε να κάνει με προσοχή την εξής προετοιμασία. Να κόψει το στάχυ του βούρλου σπάζοντάς το ακριβώς στον κόμπο που συνέδεε το στάχυ με το υπόλοιπο βούρλο και τούτο για να μην πειραχτεί ούτε μία ίνα από τον «κορμό του». Το κάτω μέρος δεν απαιτούσε καμιά προσοχή, γιατί ήταν εύπλαστο, λόγω της τρυφεράδας που είχε, από την επαφή του στη ρίζα.

Η δομή του σκληρού βούρλου είναι η εξής: εξωτερικά όλο το στέλεχος έχει σχήμα κυλινδρικό, με σκληρή επιφάνεια, μέχρι το ρίζωμα.

Εσωτερικά έχει ψίχα με αρκετούς χυμούς. Για να γινόταν χρήσιμο και αποτελεσματικό για δεσίματα, έπρεπε να «σπάσει» η ψίχα και να φύγει ο υδατώδης χυμός της. Και αυτό ακριβώς γινόταν με το «άρνισμα».

Το άρνισμα, ως διαδικασία, έχει ως εξής: Δένουμε στο ένα πόδι μας (περιμετρικά του πέλματος) δύο βούρλα από τα έτοιμα που έχουμε για δεσίματα. Πιάνουμε το βούρλο που θα αρνίσουμε από το σημείο του κόμπου (επάνω άκρη) με το αριστερό χέρι, αφού το περάσουμε ανάμεσα στα δεμένα βούρλα και στο πόδι μας, που θα κρατάει κόντρα, στο τράβηγμα. Με το δεξί χέρι κρατάμε το άλλο άκρο του βούρλου, το μαλακό. Τραβάμε με το αριστερό χέρι μέχρι να τραβηχτεί όλο το βούρλο προς τα πάνω. Το αριστερό χέρι μας, εκτός από το τράβηγμα και για όσο διαρκεί, περιστρέφει το βούρλο, ώστε η επιφάνεια που σπάει περνώντας κάτω από τα δεμένα βούρλα, να περνά πάντα πλαγιερά. Γιατί αν το τραβήξουμε χωρίς στροφή, σε ευθεία, τότε το βούρλο θα σπάσει και θα είναι πλέον άχρηστο.

Το ρήμα αρνίζω, δεν συναντάται σε αρχαίο Ελληνικό λεξικό. Πιθανότατα να είναι παράγωγο της αρχαίας Ελληνικής λέξης αρνός, που σημαίνει το αρνί. Θέλοντας – προφανώς – να  αποδώσουν την «εξημέρωση» και ότι το «άγριο» και σκληρό φυτό, το βούρλο, με τη διαδικασία αυτή, γίνεται …αρνάκι! Και γίνεται «άκακο» βέβαια και αρκετά χρήσιμο! Η λέξη αρνός, σημαίνει επίσης και στριφτάρι. Και ίσως εδώ η ισχυρότερη σχέση…

Μετά το άρνισμα, τα βούρλα αποξηραίνονται σε σκιερό μέρος. Για να χρησιμοποιηθούν όμως, θα πρέπει να γίνουν ευλύγιστα. Κι αυτό γινόταν με το βάπτισμα για αρκετή ώρα, σε νερό.

Για τη χρησιμότητα του βούρλου στον χρόνο και την αξία του, βλέπουμε ότι μία από τις εργασίες που απαιτεί η καλλιέργεια της σταφίδας, φέρει ως πρώτο συνθετικό το όνομά του. Και είναι η απόδειξη. Βουρλόδεμα!

Δηλαδή το δέσιμο του στηρίγματος που συγκρατούσε το κλήμα. Σημειώνουμε ότι παρ’ ότι κυκλοφορούν σήμερα πολλά είδη σπάγγων για δεσίματα, εντούτοις το δέσιμο στην σταφίδα, συνεχίζει να φέρει την ίδια παλιά ονομασία: Βουρλόδεμα!

Η τεχνική του αρνίσματο και η χρησιμότητα του βούρλου, όπως και το «μέτρο» στην πώλησή του (Βλέπε κεφ. «Οι Περγάρη» σελ.26), ίσως όλα μαζί να είναι προσθετικά στο υπό έρευνα θέμα μας…


* Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Μυρσιναίου Διονυσίου Ν. Μπώκου με τίτλο «ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΠΟΣ (Μύρσινος – Μυρτούντιο – Μυρσίνη)» (2009). Η μεταφορά του κειμένου από το υπόψη βιβλίο στην παρούσα ιστοσελίδα είναι αυτούσια, πλην όμως στερείται δυστυχώς της σχετικής εικονογράφησης που μπορεί κανείς να απολαύσει στην έντυπη μορφή.

** Ο Διονύσιος Ν. Μπώκος γεννήθηκε στη Μυρσίνη το 1942 και επαγγελματικά σταδιοδρόμησε στην Πολεμική Αεροπορία από το 1961, μέχρι και την αποστρατεία του ως Ανώτερος Αξιωματικός. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών και παππούς ενός εγγονού. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μέχρι σήμερα δεκαεπτά (17) βιβλία ποικίλου περιεχομένου (λογοτεχνικά, ιστορικά, λαογραφικά κ.α). Έχει αρθρογραφήσει επί σειρά ετών σε αριθμό τοπικών εφημερίδων, ενώ από το 1990 μέχρι και το 2010 κυκλοφόρησε τη δική του τοπική εφημερίδα, τη «ΜΥΡΣΙΝΗ». Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ. Ελλάδος.

*** Οι Εθελοντές του χωριού μας, ευχαριστούν θερμά τον κ. Μπώκο, τόσο για την έμπρακτη στήριξη της προσπάθειας για ξαναζωντάνεμα του χωριού μας, όσο και για την μοναδικής αξίας διαχρονική προσφορά του στον τόπο μας, μέσα από το συγγραφικό του έργο.

Επισκεφθείτε μας