Λαογραφικά στοιχεία

Για να Θυμούνται οι Παλιοί και να Μαθαίνουν οι Μυρσι…νέοι

 

(Διονυσίου Ν. Μπώκου: «ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΠΟΣ

(Μύρσινος – Μυρτούντιο - Μυρσίνη» ΜΕΡΟΣ Δ΄ - Τέχνες – Τεχνικές - Συνήθειες¨ – ΚΕΦ.1,2, – Σελ.103-105)

 

1.      Εισαγωγή

    Και σ’αυτό το κεφάλαιο, αναφέρονται πρακτικές της καθημερινότητας, τις οποίες άκουσα, είδα και βίωσα από μικρό παιδί.

     Από αυτές τις πρακτικές σήμερα, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα. Ζουν μόνο στη μνήμη μας, ως «αναμνήσεις». Κι εδώ βεβαίως, η ευτυχία! Να ζεις σε όνειρο, έναν κόσμο, που σήμερα φαντάζει σαν να τον είδες και τον έζησες αιώνες πριν. Έναν κόσμο, που σε φτάνει και σένα τον ίδιον, να φαντάζεις άνθρωπος ενός απώτερου παρελθόντος…

    Και είναι ευτυχία, γιατί: Πρώτον, όλα αυτά τα καταγραμμένα με τα στοιχεία της αυθεντικότητας, θα μείνουν στο χρόνο ως μία όμορφη επανάληψη του ίδιου του χρόνου. Και δεύτερον: Γιατί έχουμε, όσοι τα ζήσαμε, το αποκλειστικό προσόν πλέον της σύγκρισης. Της σύγκρισης, έχοντας βιώσει δύο διαφορετικές ζωές…

 

2.      Η Θημωνιά (Θημώνα)

      Ε.368-369 (Οδύσσεια) « Ως δ’άνεμος ζαής ηίων θημώνα τινάξη…»

      «Κι όπως σαρώνει τ’ άχυρα της θημωνιάς, σαν πιάσει σφοδρός αέρας…»

      Τα άχυρα παλιά, δεν ήταν όπως σήμερα «ψιλοκομμένα» από θεριζοαλωνιστικές μηχανές και δεν έμεναν σκόρπια στα χωράφια. Οι πρώτες μηχανές ήταν μόνο αλωνιστικές. Σ’ αυτές, που ήταν «σταθερές», έριχναν σιγά – σιγά χειρόβολα, παίρνοντας απ’ τα δεμάτια, αφού τα «έσπαζαν». Τις «τάιζαν» όπως συνήθιζαν να λένε, σ’ αυτό το είδος αλωνισμού.

      Το άχυρο, αυτές οι μηχανές, το έβγαζαν πιο χοντροκομμένο. Και μάλιστα σωριαζόταν εκεί κοντά, στο αλώνι, που είχαν θημωνιάσει τα δεμάτια. Κι αυτό το σώριασμα στο ίδιο και κοντινό σημείο βοηθούσε, να πάρει το άχυρο αυτός που το είχε ανάγκη – κυρίως ο κτηνοτρόφος – με ευκολία.

      Βέβαια, πριν και από τις πρώτες αλωνιστικές μηχανές, ο αλωνισμός γινόταν με άλογα, που γυρνώντας στο αλώνι, πατούσαν την καλαμιά με το στάχυ (σταριού – κριθαριού κλπ) μέχρι να γίνουν άχυρα, μέχρι να σπάσει όλο το στάχυ. Μετά, ακολουθούσε το λίχνισμα, για να χωρίσει ο καρπός από τα άχυρα κλπ.

      Τα άχυρα ήταν πάντοτε – και σήμερα – χρήσιμα στον κτηνοτρόφο. Με αυτά διατηρούσε στεγνό το μαντρί ή το στάβλο του, το χειμώνα για τα ζωντανά του.

      Τα άχυρα όμως, για να ήταν χρήσιμα για το σκοπό αυτό, έπρεπε να διατηρηθούν στεγνά κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αν βρέχονταν θα «σάπιζαν», με αποτέλεσμα να μη χρησιμεύουν σχεδόν σε τίποτα. (Μερικοί, με άχυρα βρώμης ή κριθαριού, τάιζαν τα άλογά τους).

      Πώς όμως θα διατηρούνταν στεγνά, όταν δεν υπήρχε στεγασμένος χώρος, αλλά και αν υπήρχε πόσα θα χωρούσε εκείνος ο χώρος, αφού δεν είχε τα μέσα να τα «μπαλιάσει», όπως γίνεται σήμερα;

 

      Κι όμως! Είχε τον τρόπο του ο άνθρωπος, και ας μην είχε τα σύγχρονα μέσα! Ή τις μπαλιαστικές μηχανές κλπ. Είχε αυτό που είχε μάθει από την ομηρική ίσως εποχή. Είχε τη θεμωνιά! Έτσι, θεμωνιά! Όπως την άκουσα και εγώ. Είχε την θημωνιά ή θημώνα, όπως την λέει ο Όμηρος.

      Για να στήσει κάποιος θημωνιά, βασική προϋπόθεση ήταν να γνωρίζει την τεχνική της. Κι εδώ πριν συνεχίσουμε, θα πρέπει να πούμε ότι η «μορφή» της θημωνιάς επί Ομήρου δεν είναι ξεκάθαρη. Ξεκάθαρο είναι ότι τα άχυρα – για τον χειμώνα – ήταν κάπου και «κάπως» συγκεντρωμένα. Βεβαίως, στην πορεία, πιθανότατα, η τεχνική της να βελτιώθηκε. Όμως δεν έχασε, με όποιο τρόπο κι αν γινόταν, την αξία και το σκοπό που εξυπηρετούσε. Η κατασκευή (μορφή) και η χρήση της θημωνιάς άχυρων, σταμάτησε στη Μυρσίνη στα μέσα περίπου, της δεκαετίας του ’50 (1950).

      Η θέση που θα στηνόταν μια θημωνιά, η καλύτερη θέση ήταν εκείνη κοντά στο αλώνι. Γιατί συνήθως το αλώνι ήταν κοντά στο σπίτι, και κοντά στο σπίτι και το μαντρί ή ο στάβλος.

      Το σημείο που θα στηνόταν, έπρεπε να παρέμενε στεγνό και στον πιο βαρύ χειμώνα, για την προστασία του άχυρου. Εκεί, καθάριζαν το μέρος και έμπηγαν ένα γερό στύλο, που να έχει «καθαρό» ύψος 2,5 με 3 μ.

      Περιμετρικά του στύλου, και με αρχική ακτίνα περίπου ένα μέτρο, άρχιζαν να τοποθετούν άχυρα, πιέζοντάς τα κάθε φορά, αυξάνοντας προοδευτικά την ακτίνα, που μπορούσε στο πάνω μέρος, στο τέρμα, να φτάσει και το 1,5 με 2 μ.

      Όταν η θημωνιά έφτανε σε ύψος, που ο κατασκευαστής της, δεν έφτανε να τοποθετήσει σωστά τα άχυρα, τότε, έφερνε το κάρρο και από εκεί και πάνω συνέχιζε την σωστή τοποθέτηση.

     Όταν τελείωνε η τοποθέτηση των άχυρων, στο πάνω μέρος, περιμετρικά του στύλου, που πάντα εξείχε, έριχναν μάζες χώματος στρωτά, περισσότερο προς το κέντρο και λιγότερο στα άκρα.

      Το χώμα στο σημείο εκείνο, εξυπηρετούσε δύο τινά. Πρώτον, με το βάρος του, ασκούσε μόνιμη πίεση προς τα κάτω, συγκρατώντας έτσι τη συνοχή των άχυρων και δεύτερον, δρούσε ως ομπρέλα στη βροχή, γενόμενο το χώμα μια μάζα. Τα εξωτερικά άχυρα που εβρέχοντο και βέβαια αχρηστεύονταν, ήταν αμελητέα ποσότητα, μπρος σε όλη τη θημωνιά…

Τέλος, η λήψη άχυρου, γινόταν με τράβηγμα με αρκετή προσοχή, τηρώντας τη συμμετρία περιμετρικά.

      Αυτή ήταν η θημώνα, ή η θημωνιά, ή η θεμωνιά, που λειτούργησε στο χωριό μου, στη Μυρσίνη, μέχρι το 1956 περίπου. Και φαίνεται να αποτελεί έναν ακόμη κρίκο, της ομηρικής ζωής και έκφρασης, που βιώσαμε ως Έλληνες.


* Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Μυρσιναίου Διονυσίου Ν. Μπώκου με τίτλο «ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΠΟΣ (Μύρσινος – Μυρτούντιο – Μυρσίνη)» (2009). Η μεταφορά του κειμένου από το υπόψη βιβλίο στην παρούσα ιστοσελίδα είναι αυτούσια, πλην όμως στερείται δυστυχώς της σχετικής εικονογράφησης που μπορεί κανείς να απολαύσει στην έντυπη μορφή.

** Ο Διονύσιος Ν. Μπώκος γεννήθηκε στη Μυρσίνη το 1942 και επαγγελματικά σταδιοδρόμησε στην Πολεμική Αεροπορία από το 1961, μέχρι και την αποστρατεία του ως Ανώτερος Αξιωματικός. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών και παππούς ενός εγγονού. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μέχρι σήμερα δεκαεπτά (17) βιβλία ποικίλου περιεχομένου (λογοτεχνικά, ιστορικά, λαογραφικά κ.α). Έχει αρθρογραφήσει επί σειρά ετών σε αριθμό τοπικών εφημερίδων, ενώ από το 1990 μέχρι και το 2010 κυκλοφόρησε τη δική του τοπική εφημερίδα, τη «ΜΥΡΣΙΝΗ». Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ. Ελλάδος.

*** Οι Εθελοντές του χωριού μας, ευχαριστούν θερμά τον κ. Μπώκο, τόσο για την έμπρακτη στήριξη της προσπάθειας για ξαναζωντάνεμα του χωριού μας, όσο και για την μοναδικής αξίας διαχρονική προσφορά του στον τόπο μας, μέσα από το συγγραφικό του έργο.

Επισκεφθείτε μας