Λαογραφικά στοιχεία

Ο …Σαραντάπηχος!

(Διονυσίου Ν. Μπώκου: «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)»Σελ.68-70)

            Ψηλότερον, με διαστάσεις σωστού γίγαντα, έναν άλλον ¨σαραντάπηχο¨, το χωριό, ίσως να μην είχε ποτέ άλλοτε πριν, όπως και δεν είχε μετά, μέχρι σήμερα!

            Ο Γιώργης ο ¨ψηλός¨ - το επώνυμό του ήταν, Γιώργης Κοντάνας – ήταν πραγματικά ένας θερίος άνθρωπος! Και βέβαια, πιο άλλο παρανόμι, θα μπορούσε να του ταίριαζε καλλίτερα!...

            Ο ¨Ψηλός¨ λοιπόν, για ρούχα δεν είχε και τόσο …μεγάλο πρόβλημα! Με κάποια μέτρα ύφασμα παραπάνω και με κάποια επίσης παραπάνω έξοδα για ραφτικά, τα βόλευε! Έτσι κι αλλοιώς, τότε, έτοιμα ρούχα, δεν υπήρχαν στην περιοχή. Όλοι, τα κοστούμια και τα παντελόνια, τα έρραβαν σε ράφτες. Η δυσκολία όμως για τον ¨Ψηλό¨, το μεγάλο του πρόβλημα, ήταν τα παπούτσια! Τόσο για τα γιορτινά, τα ¨κοφτά¨, όσο και τα καθημερινά, που ήταν κατά βάση αρβύλες. Οι αρβύλες, οι βαριές, οι σκληρές, που για να μαλακώνουν τις άλειφαν με ξύγκι! Αυτές, που ήταν απαραίτητες τόσο για τις αγροτικές δουλειές, όσο και τις μετακινήσεις του γενικά, σε χωμάτινους δρόμους και λασπόνερα, που τότε κυριαρχούσαν για μεγάλο διάστημα λόγω των βαριών και παρατεταμένων χειμώνων, άγνωστων σήμερα!

            Και ενώ αυτά, και τα δύο είδη υπόδησης υπήρχαν στο εμπόριο, ο ¨Ψηλός¨ δεν …μπορούσε να τα βρει στο νούμερό του! Και βέβαια, που να βρεθεί παπούτσι ή άρβυλα, πάνω από 50 νούμερο; Το όποιο εργοστάσιο ή βιοτεχνία, πώς να τα κυκλοφορήσει; Που να τα διαθέσει; Άντε, να ήταν δύο – τρεις όλοι και όλοι …οι σαραντάπηχοι σ’όλη την Ελλάδα! Μετά; …

            Έτσι, για να λύσει κι αυτό το πρόβλημα, επιβαρυνόταν οικονομικά – αναγκαστικά – αρκετές φορές περισσότερο, από κάποιον …κανονικό άνθρωπο! Και τούτο είναι αυτονόητο. Τα δέρματα, οι σόλες και τα υλικά, έφταναν να είναι παραπάνω από διπλά! Μετά, ήταν και το άλλο. Η παραγγελία του όποιου παπουτσιού, ήταν ταρίφα – νόμος της αγοράς – κόστιζε το διπλάσιο τουλάχιστον, από το έτοιμο. Γιατί, γινόταν με το χέρι. Έτσι, στον ¨Ψηλό¨ μια παραγγελία γύριζε στο …τετραπλάσιο!

            Και για τις αρβύλες, επί πλέον ήταν και κάτι ακόμη. Οι αρβυλόπρογκες! Οι πρόγκες με το εξάγωνο, στο μέγεθος φουντουκιού, κεφάλι. Οι αρβυλόπρογκες, που θά ‘πρεπε να γεμίσουν οι τσαγκάρηδες, όλη τη σόλα και το τακούνι κάθε αρβύλας. (Από τις πρόγκες εκείνες, πουλούσαμε πολλές οκάδες κάθε φθινόπωρο!). Ο ρόλος της πρόγκας εκείνης, ήταν διπλός. Πρώτον: να ¨μαγκώνει¨ η αρβύλα στη λάσπη, κάνοντας ανετότερο και κυριότερα ασφαλέστερον τον βηματισμό και δεύτερον: να προστατεύει, από την σύντομη φθορά, την πανάκριβη σόλα! Λοιπόν, πώς να γέμιζε ο τσαγκάρης, με ¨αρβυλόπρογκες¨ τις αρβύλες του ¨Ψηλού¨; Ήταν το ίδιο, με τις άλλες, αφού η κάθε μία, δική του, ήταν …μισό τετραγωνικό μέτρο; Ήθελε τουλάχιστον μια οκά, για την κάθε μία!...

            Βέβαια, εκείνες οι …θεοαρβύλες, αν ήταν και λίγο λασπωμένες όπως συνήθως συνέβαινε, για τον οποιονδήποτε άλλον, θα ήταν θέμα …άρσης βαρών! Για τον ¨Ψηλό¨ όμως ήταν …παιχνίδι! Θυμάμαι, που ερχόταν στο μαγαζί – στο ύψος και το πλάτος ίσα που τον χωρούσε η πόρτα ρολού!  - στο κάθε πάτημα των αρβυλών του, γινόταν και  …μια δόνηση!...

            Ο ¨Ψηλός¨ είχε το νοικοκυριό του, στο άκρο της γειτονιάς των ¨Κοντανέικων¨ στην περιοχή ¨παλιολίβαδο¨. Εκεί, κοντά στο σπίτι του, είχε ένα ωραίο και περιποιημένο δεντροπερίβολο, με πολλά και διάφορα δέντρα, καθώς επίσης, χειμώνα – καλοκαίρι κι ένα πλούσιο κήπο, αλλά και πολλά όμορφα λουλούδια. Το σπίτι, ο κήπος, το δεντροπερίβολο και μια αρκετή ακάλυπτη έκταση, ήταν περιφραγμένα. Και φάνταζε έτσι, τεράστιος ο ζωτικός του χώρος. Σαν να ταίριαζε στις …διαστάσεις του!

            Το περιβόλι, με τα ¨ξυνά¨ και τα λοιπά οπωροφόρα δέντρα – λίγοι είχαν τέτοιο περιβόλι, τότε – το φρόντιζε με επιμέλεια, παρ’ότι μαζί με τα κηπευτικά, το καλοκαίρι, χρειαζόταν πολύ νερό, για κάθε πότισμα. Όμως, για τον ¨Ψηλό¨ το πολύ νερό, δεν ήταν και τόσο μεγάλο πρόβλημα, αφού είχε εφαρμόσει έναν άνετο και σχεδόν πρωτότυπο τρόπο άντλησης νερού, συνδυάζοντάς τον και με τα …σωματικά του προσόντα!...

            Από τη βαθειά πηγάδα – το μεγάλο σε διάμετρο πηγάδι, παλιά το έλεγαν ¨πηγάδα¨ - δεν έβγαζε νερό με τον τρόπο που οι περισσότεροι ενεργούσαν, δηλαδή με τον κουβά, αλλά με τον τενεκέ, που χωρούσε δύο-τρεις κουβάδες σε ποσότητα, έχοντας εφαρμόσει με απόλυτη επιτυχία, την χρήση μοχλού α΄ είδους!

            Με έναν μεγάλον σε μήκος κορμό δέντρου – από κυπαρίσσι συνήθως, μήκους περίπου 8-10 μέτρων – ανεβοκατέβαζε στην πηγάδα τον τενεκέ σε μηδέν χρόνο…, τραβώντας με κείνες τις …χερούκλες το σχοινί που ήταν δεμένο στο λεπτότερο άκρο του κορμού.

            Η τεχνική του ¨μηχανισμού¨ εκείνου ήταν περίπου η εξής: Το μακρύ ξύλο (ο κορμός) σε ανάλογο ύψος από το έδαφος και μ’ένα βαθούλωμα υποδοχής εκεί που ακουμπούσε στη γη, το χοντρό άκρο, ήταν δεμένο πάνω σε πακτωμένη ¨κόντρα¨ που του επέτρεπε την κίνηση ¨πάνω – κάτω¨ όπως ακριβώς η τραμπάλα. Ζυγισμένο, άφηνε να πέφτει πίσω το χοντρότερο και βαρύτερο άκρο του κορμού, σηκώνοντας έτσι ψηλά το λεπτότερο άκρο (βάζοντας ακόμη κι ένα πρόσθετο βάρος, αν χρειαζόταν).

            Στο τέλος του λεπτότερου άκρου, που έφτανε πάνω απ’την πηγάδα, είχε δεθεί σχοινί και στο άκρο του, ο τενεκές. Το σχοινί σε μήκος, ήταν τόσο που να επιτρέπει στον τενεκέ να ¨βουτά¨ στο νερό. Στον τενεκέ μάλιστα είχε προσδεθεί ένα ¨βαρύδι¨ ώστε φτάνοντας στο νερό, να γέρνει μόνος του και να γεμίζει, χωρίς να χρειάζεται, το γνωστό ¨ταρακούνημα¨, το ¨πέρα – δώθε¨. Μόλις λοιπόν, γέμιζε ο τενεκές, ο ¨Ψηλός¨ μ’ένα ελαφρό τράβηγμα του σχοινιού προς τα πάνω, έκανε να ανυψώνεται ¨μόνος¨ του ο τενεκές, αφού τον τραβούσε το βαρύτερο άκρο, ¨παίρνοντας¨ την κλίση προς τα κάτω.

            Έτσι, ο ¨Ψηλός¨ τα κατάφερνε μια χαρά. Ο μηχανισμός εκείνος, του ¨Ψηλού¨ πρέπει να ήταν στο χωριό ο μοναδικός. Όπως μοναδικός ήταν και ο …Μυρσινιώτης σαραντάπηχος!...

 


* Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Μυρσιναίου Διονυσίου Ν. Μπώκου με τίτλο «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)» (2002). Η μεταφορά του κειμένου από το υπόψη βιβλίο στην παρούσα ιστοσελίδα είναι αυτούσια.

** Ο Διονύσιος Ν. Μπώκος γεννήθηκε στη Μυρσίνη το 1942 και επαγγελματικά σταδιοδρόμησε στην Πολεμική Αεροπορία από το 1961, μέχρι και την αποστρατεία του ως Ανώτερος Αξιωματικός. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών και παππούς ενός εγγονού. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μέχρι σήμερα δεκαεπτά (17) βιβλία ποικίλου περιεχομένου (λογοτεχνικά, ιστορικά, λαογραφικά κ.α). Έχει αρθρογραφήσει επί σειρά ετών σε αριθμό τοπικών εφημερίδων, ενώ από το 1990 μέχρι και το 2010 κυκλοφόρησε τη δική του τοπική εφημερίδα, τη «ΜΥΡΣΙΝΗ». Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ. Ελλάδος.

*** Οι Εθελοντές του χωριού μας ευχαριστούν θερμά τον κ. Μπώκο, τόσο για την έμπρακτη στήριξη της προσπάθειας για ξαναζωντάνεμα του χωριού μας, όσο και για την μοναδικής αξίας διαχρονική προσφορά του στον τόπο μας, μέσα από το συγγραφικό του έργο. 

Επισκεφθείτε μας