Φεύγοντας για την ξενιτιά…

(Διονυσίου Ν. Μπώκου: «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)»Σελ.60-62)

            Ήμουν ακόμη στην αγορά. Στο μαγαζί. Ο χρόνος, όπως πάντα αδυσώπητος, έτρεχε. Ο δείκτης στη δεκαετία του ’50, ήταν προχωρημένος. Έδειχνε κάτι πάνω από το μισό. Και τότε ξαφνικά, μια κραυγή πόνου, άρχισε να διατρέχει κάθε σημείο της χώρας…Ο ξενιτεμός, η ¨αφαίμαξη¨ της πατρίδας, άρχισε να παίρνει διαστάσεις ¨ομαδικής φυγής¨!...

            Τα ¨χαρτιά¨ - η αίτηση – και οι ¨προσκλήσεις¨ ήταν οι δύο τρόποι μετάβασης, για εργασία, σε ξένη χώρα. Πρώτα χρησιμοποιήθηκαν τα ¨χαρτιά¨ και μετά οι ¨προσκλήσεις¨. Και ίσχυε το ίδιο σχεδόν, για όλες τις χώρες. Οι προσκλήσεις βέβαια, ίσχυαν κι από πριν, για χώρες που τύχαινε να είχαν προηγηθεί κάποιοι Έλληνες…

            Τα ¨χαρτιά¨ λοιπόν, ήταν η αίτηση εύρεσης εργασίας, που την συνόδευαν πολλά στοιχεία – μέχρι και πολιτικά φρονήματα! – προκειμένου έτσι να γίνει, κάποια ή κάποιος δεκτός σε μια ξένη χώρα. Μόνος έτσι. Με όλα εκείνα τα χαρτιά. Απαραίτητα!....

            Πηγαίνοντας τελικά κάποιος στην ξένη χώρα, αποκτούσε το δικαίωμα να προσκαλέσει ένα άτομο, συγγενικό ή φιλικό του ή ακόμη και ξένο αντιθέτου φύλου, εφ’όσον ο σκοπός ήταν ο γάμος! Αυτός ήταν ο δεύτερος τρόπος ξενιτεμού. Η ¨πρόσκληση¨…

            Έφευγε λοιπόν ο κόσμος, ο νέος κόσμος, για την ξενιτιά, μήπως και βρει μια καλλίτερη τύχη. Όμως, με ποια εφόδια έφευγαν; Τι γνώριζαν για κείνον τον ξένο τόπο προορισμού; ΤΙΠΟΤΑ! Δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα! Ούτε καν γεωγραφικά οι περισσότεροι, που πέφτει η χώρα που πήγαιναν! Κι όμως τα νιάτα θυσιάζονταν, γιατί η γενέτειρα γη ήταν δύσκολο να τους θρέψει. Γιατί, το άδικο κράτος, τους έδειχνε άπονα εκείνον μόνο τον δρόμο…

            Έτσι, έπαιρναν των ομματιών τους και έφευγαν, με μοναδικά όπλα, τα νιάτα τους και την ελπίδα!...

            Έφευγαν οι νέοι. Νέοι και νέες. Στην πιο δημιουργική τους ηλικία. Έφευγαν άκακοι και άπειροι απ’τη ζωή. Και έτσι, αγνοί, να αντιμετωπίσουν το άγνωστο. Τη μεγάλη μάχη με τη ζωή, μόνοι…

            Κι όμως! Εκείνο το άγνωστο δεν τους δείλιαζε. Αντίθετα, σαν καμίνι ατσάλωνε την απόφασή τους. Έτσι κι αλλιώς, άλλη επιλογή δεν υπήρχε…

            Έφευγαν χωρίς καμία ιδιαίτερη ή ειδική γνώση ή έστω κάποια πληροφόρηση, για τα της χώρας προορισμού. Χωρίς τη γνώση πχ της γλώσσας ή στοιχείων αυτής. Χωρίς τη γνώση των εκεί – ή κάποιων – κανόνων συμπεριφοράς. Δηλαδή, θεμελιώδεις, βασικούς νόμους, έθιμα κλπ. Χωρίς την ελάχιστη γνώση, για το μέχρι που έχει φτάσει εκείνη η χώρα τεχνολογικά.

            Έφευγαν απ’το χωριό τους, χωρίς τη γνώση χρήσης ακόμη και του …τηλεφώνου ή τις χρήσεις – ευκολίες που παρείχε ο ηλεκτρισμός (στο χωριό πχ η ΔΕΗ δικτυώθηκε το 1963!). Το μόνο που γνώριζαν ήταν το όνομα της χώρας που πήγαιναν και τη διάρκεια περίπου του ταξιδιού μέχρι εκεί. Τρεις ή πέντε ή …τριάντα ημέρες…

            Κι όμως! Αποφασισμένοι όπως έφευγαν, τίποτα δεν τους πείραζε, από αυτά κι από άλλα πολλά, πιθανά. Εκτός από ένα. Που είχε να κάνει με την ψυχή τους. Κι αυτό, το ένα, ήταν που στριφογύριζε ασταμάτητα, βασανιστικά στην ψυχή και το μυαλό τους: Θα ξανάβλεπαν, τα δρομάκια που συχνοπερπάτησαν, που διάβηκαν μικρά παιδιά και μόλις λίγο μεγαλύτερα τώρα, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν; Θα ξανάβλεπαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα;

            Αυτό βασάνιζε την ψυχή τους και έψαχναν, το πώς να πάρουν όσες περισσότερες εικόνες – ¨φωτογραφίες¨ μπορούσαν, τις λίγες στιγμές πριν την αναχώρησή τους. Πως όμως, αφού η φωτογραφική μηχανή ήταν ¨άγνωστη¨, στα δεδομένα του χεριού; Γνώριζαν λοιπόν, ότι ο ρόλος της φωτογραφικής μηχανής, ήταν αποκλειστικά δικός τους. Ο εαυτός τους. Η ψυχή τους. Εργαστήρι εκτύπωσης – εμφάνισης φιλμς και πάλι η ψυχή…

            Το τελευταίο βράδυ, πριν από την αναχώρηση, το ¨τοπίο¨ φωτογράφισης. Το αποχαιρετιστήριο δείπνο, το ¨θέμα¨ φωτογράφισης. Συγγενείς, φίλοι και αγαπημένα πρόσωπα το ¨υλικό¨ του θέματος. Και να η πρώτη αναμνηστική ¨φωτογραφία¨. Με ¨φλας¨. Με απανωτά φλας. Το αχόρταγο βλέμμα, πάνω στα αγαπημένα πρόσωπα! Αποτύπωση. Αντιγραφή. Χάραγμα βαθύ στην καρδιά. Να μείνουν όλα αναλλοίωτα. Άσβηστα!...

            Στο πρώτο ποτήρι, η πρώτη ευχή. Στο δεύτερο, οι άπειρες ευχές και το ξεχείλισμα αγάπης και πόνου. Μια πρόποση γεμάτη δάκρυ. Το πικρό του χωρισμού. Και η σκληρή νύχτα κυλά….

            Πρωί. Ο χρόνος φεύγει. Τελειώνει. Οι τελευταίες ματιές - ¨φωτογραφίες¨ και τα τελευταία δάκρυα, στην αγορά του χωριού. Εκεί. Περνούν πεζή, σαν στη βόλτα, να δουν την αγορά για ¨στερνή φορά¨. Και οι συγγενείς κι οι φίλοι να ακολουθούν, συντροφεύοντας το κατευόδιο… Με το δάκρυ ζεστό, ασταμάτητο. Την πονεμένη επωδό, όλων τούτων των τελευταίων στιγμών και μια μικρή, τελευταία εικόνα – στάση: ¨Αγαπημένοι μου συγχωριανοί. Γεια σας! Φεύγω!...Δεν ξέρω αν σας ξαναδώ…Γεια σας…¨.

            Και οι συγχωριανοί, νέοι και γέροι, όλοι εμείς, έξω από τα μαγαζιά και τα καφενεία, όρθιοι στα πεζοδρόμια, σμίγαμε το δάκρυ, σηκώνοντας το χέρι. ¨Στο καλό! Η Παναγιά μαζί σου!...Στο καλό!...¨. Χέρια ψυχής, ζεστά, έσφιγγαν εκείνο το μοναχό, να πάρει δύναμη…

            Η ξενιτιά μπορεί να ήταν κάτι προσωπικό, όπως και άλλα ήταν. Έφευγε ένας, πονούσαν όμως όλοι. Έτσι ήταν, τότε. Τα μοιράζονταν σχεδόν όλα όλοι. Γιατί τότε, εκείνη η κοινωνία όπως και οι άλλες, έτσι λειτουργούσαν. Σεβαστικά. Αγαπημένα. Ανθρώπινα… 


* Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Μυρσιναίου Διονυσίου Ν. Μπώκου με τίτλο «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)» (2002). Η μεταφορά του κειμένου από το υπόψη βιβλίο στην παρούσα ιστοσελίδα είναι αυτούσια.

** Ο Διονύσιος Ν. Μπώκος γεννήθηκε στη Μυρσίνη το 1942 και επαγγελματικά σταδιοδρόμησε στην Πολεμική Αεροπορία από το 1961, μέχρι και την αποστρατεία του ως Ανώτερος Αξιωματικός. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών και παππούς ενός εγγονού. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μέχρι σήμερα δεκαεπτά (17) βιβλία ποικίλου περιεχομένου (λογοτεχνικά, ιστορικά, λαογραφικά κ.α). Έχει αρθρογραφήσει επί σειρά ετών σε αριθμό τοπικών εφημερίδων, ενώ από το 1990 μέχρι και το 2010 κυκλοφόρησε τη δική του τοπική εφημερίδα, τη «ΜΥΡΣΙΝΗ». Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ. Ελλάδος.

*** Οι Εθελοντές του χωριού μας ευχαριστούν θερμά τον κ. Μπώκο, τόσο για την έμπρακτη στήριξη της προσπάθειας για ξαναζωντάνεμα του χωριού μας, όσο και για την μοναδικής αξίας διαχρονική προσφορά του στον τόπο μας, μέσα από το συγγραφικό του έργο.