Λαογραφικά στοιχεία

 

Ο μπάρμπα - Σωτήρης

(Διονυσίου Ν. Μπώκου: «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)»Σελ.22-25)

            Σπάνια συναντά κανείς σήμερα, τη λεβεντιά παρέα με το χαμόγελο της σιγουριάς. Κι ακόμη. Μαζί μ’αυτό της καλοσύνης! Σπάνια θα δει κανείς σήμερα, ανάμεσα στη φανερή χαρά, κάπου κρυμμένη νάναι και συχνά να αποκαλύπτεται η ευτυχία….

            Έμενε στο ¨Μπαραμπούτι¨. Στα όρια Μυρσίνης – Νεοχωρίου – Στρουσίου. Στα όρια τριών κοινοτήτων. Στο …¨τριεθνές¨! Σαν άλλος ακρίτας!

            Το σπίτι του, από την αγορά του χωριού, απείχε, πάνω – κάτω, ένα χιλιόμετρο. Η διαδρομή, μέχρι την αγορά, δεν τον κούραζε. Άντεχαν τα κότσια του. Ήταν βέβαια μεγάλος. Για την εποχή μάλιστα εκείνη που ο 65αρης θεωρείτο – και ήταν! – γέροντας, ο μπάρμπα – Σωτήρης, εκεί γύρω, πάνω από 65, σκάρτα 70, στεκόταν πάρα πολύ καλά. Ευθυτενής,. Με αποθέματα ζωντάνιας. Κι αν είχε λαγούσα (μαγκούρα), δεν του χρησίμευε για το περπάτημα, αλλά για να διώχνει κανένα σκυλί!

            Στην αγορά, που έπρεπε να βγει οπωσδήποτε καθημερινά, έφτανε γύρω στις 10, το πρωί. Πάντα περιποιημένος. Στην τρίχα! Κι αυτό, οφειλόταν και στην κυρά του! Ήταν και οι δύο πιτζάροι. Απαιτητικοί στην ντυμασιά και την καθαριότητα. Ήταν κι αυτός, μα τον ήθελε και εκείνη τζέντλεμαν!...

            Η ¨καλημέρα¨ του, ήταν ζεστή. Από καρδιάς. Προς όλους. Απλόχερη. Την μοιραζόταν με όλους. Με την αρωματού, την πρώτη καταστηματάρχη που συναντούσε, περνώντας για το κέντρο της αγοράς. Με τον ποδηλατά, τον τσαγκάρη, τον κουρέα, τον χασάπη, τον μπακάλη, τον περιπτερά. Με όλους! Απ’όπου περνούσε, μέχρι να σταθεί σε κάποιο μαγαζί και να παραγγείλει τον καφέ του. ¨Καλημέρα¨ με όνομα! Με χαμόγελο. ¨Καλημέρα Χάιδω. Καλημέρα Νίκο, ….Γιάννη….Ντίνο….Πάνο…Νίκο….Καλημέρα!...¨ …

            Μετά τον καφέ ερχόταν η ώρα της ενημέρωσης και της κριτικής, πάνω σε γενικότητες, που βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τα ¨κοντινά¨ του χωριού, δηλαδή με τα κουτσομπολιά!

            Αργότερα, ερχόταν η σειρά της σοβαρότερης συζήτησης, όπου λόγο είχε και η συμβουλευτική. Η γνώμη. Η άποψη. Και, η άποψη και η γνώμη, του μπάρμπα Σωτήρη, μέτραγε!

            Προς το μεσημεράκι, έφτανε και η ώρα για το καλαμπουράκι. Δηλαδή, ένα πρόγραμμα  που είχε όλες τις ¨παραμέτρους¨ της αγοράς, αλλά και το ¨τερπνό μετά του ωφελίμου¨! Ένα πρόγραμμα, που γέμιζε τόσο ευχάριστα τις ώρες, του μπάρμπα – Σωτήρη στην αγορά, αλλά συνάμα και των συνομιλητών του. Της παρέας …Τα απογεύματα ερχόταν στην αγορά σπανιότερα …

            Ο μπάρμπα  - Σωτήρης ο Σπυρέτος, είχε αγάπες! Και σ’αυτό, δεν ήταν καθόλου …εχέμυθος! Δεν τις έκρυβε. Τις ομολογούσε με καμάρι! Και κάποτε – κάποτε μάλιστα και με δόση συγκίνησης, που έτσι φανέρωνε με πλήρη ειλικρίνεια, αυτό που αισθανόταν. Αυτό, που ο ίδιος ήθελε να φανερώνει στους άλλους. Την ανείπωτη χαρά του, τη γεμάτη ευτυχία!...

            Για κάθε μία από τις αγάπες του, σαν το έφερνε η κουβέντα να τις ¨αποκαλύπτει¨, κάθε φορά το πρόσωπό τους φωτιζόταν! Μία αγάπη του, η πρώτη στη σειρά, ήταν η κυρά του. Γι’ αυτό όμως έλεγε τα λιγότερα. Σαν μιλούσαν πχ για κουζίνα και …νοστιμιές, τότε, έλεγε κάτι παραπάνω, επαινώντας έτσι, το ¨έτερο ήμισή¨ του! Με προσοχή όμως πάντοτε, για να έχει η κουβέντα ομορφιά …

            Μια άλλη αγάπη του, ήταν το ¨ακορντεόν¨ του. Η αγάπη του, η ασύγκριτη. Η μεγάλη! Που κανείς ωστόσο δεν θα μπορούσε να δει αυτήν την αγάπη του, αφαιρετικά από την πρώτη. Ήταν μεν κάτι ξέχωρο, μα συνάμα τόσο ¨όμοιο¨ της πρώτης!...

            Το ¨ακορντεόν¨ του! Πόση αγάπη. Πόση λαχτάρα. Πόση λατρεία! Όταν το έφερνε στα χέρια του, το πρόσωπό του, όχι μόνο φωτιζόταν, αλλά έλαμπε! Στα χέρια του, έμοιαζε σαν να κρατούσε τον χρυσό της γης!...

            Δεν ήταν βέβαια, το μουσικό, το γνωστό μουσικό όργανο. Το ακορντεόν. Ήταν το ¨ακορντεόν¨ μια άλλης μουσικής. Της καρδιάς και της ψυχής. Ήταν ποτό. Και τι ποτό; Αμβροσία! Δρόσισμα, με το κρυστάλλινο νερό της ευτυχίας!...

            Πρώτο φύλλο, πρώτο άνοιγμα του ¨ακορντεόν¨, πρώτη φωτογραφία: Ένα παλληκάρι! Δεύτερο άνοιγμα, δεύτερο παλληκάρι! Τρίτο, τέταρτο, πέμπτο…παλληκάρια! Έκτο, έβδομο. Γιοι και κόρες!

            Ένα τόσο δα μικρό ¨ακορντεόν¨… Σε πλάτος και ύψος το κάθε φύλλο του, κάτι παραπάνω από μια φωτογραφία ταυτότητας! Μα, τόσο απέραντο. Τόσο σημαντικό. Δυνατό. Η ίδια του η ζωή. Κι ακόμη παραπάνω. Το δημιούργημά του. Η ευτυχία του. Οι αγάπες του, οι τρανές, μα και οι αδυναμίες του οι μεγάλες…

            Όταν τελείωνε το άνοιγμα του ¨ακορντεόν¨, το κρατούσε για λίγο, έτσι ολάνοιχτο! Και το κοίταζε, βαθιά. Αχόρταγα. Κι όσο το κοίταζε, τόσο η όψη του άλλαζε ¨χρώματα¨ και ¨φωτισμούς¨. Έμοιαζε ακόμη και σαν άλλος Άτλαντας. Έμοιαζε να κρατά στα δυό του χέρια τη γη. Σαν άλλος Τιτάνας, έπαιρνε δύναμη, κοιτώντας το, κάθε φορά….

            Αφού ¨χόρταινε¨ ευτυχία, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, γιομάτο και κείνο από ευτυχία, άρχιζε σιγά – σιγά, να το κλείνει. Να κλείνει το ¨ακορντεόν¨ της ψυχής του, για να το βάλλει, με προσοχή στην από μέσα τσέπη του σακκακιού του. Στο μέρος της καρδιάς!...

            Του μπάρμπα – Σωτήρη οι αγάπες δεν τέλειωναν. Κι απ’ αυτές που δεν έκρυβε, ήταν ακόμη μία. Όμως, αυτή η αγάπη, ήταν κάτι ολότελα, προσωπικό! Δεν μπορούσε αυτήν την αγάπη να την μοιραστεί. Δεν γινόταν! Σ’αυτήν, δεν χωρούσε …συνέταιρος! Ούτε …¨συνυπεύθυνος¨! Οι ¨ευθύνες¨ ήταν καταδίκες του και τις ¨ομολογούσε¨ …ευθαρσώς! Κι αυτό, ήταν η μουστάκα του! Το μουστάκι το ολόγιομο. Το παχύ. Το …ολόμαυρο! Που έμενε μαύρο, γιατί το ήθελε αυτός και η …¨μαντέκα¨ και όχι ο χρόνος! Που σε σχέση με το χρώμα του τριχωτού της κεφαλής, ήταν σε …παραφωνία! Και ακριβώς αυτήν την …ευθύνη, την αναλάμβανε εξ ολοκλήρου μόνος!

            Ήταν όμως, όντως μια τεράστια μουστάκα. Και στην ψυχή του, φαινόταν να του έλεγε πολλά. Η καθημερινή φροντίδα, αυτού του μουστακιού, του παχιού, του …ολόμαυρου, κόντρα στο χρόνο, ήταν η απόδειξη της σημασίας που απέδιδε σ’αυτό. Φροντίδα που απαιτούσε να έχει μαζί του, ακόμη και μια μικρή τσατσάρα!...

            Μπαρμπά – Σωτήρης Σπυρέτος! Αρχοντιά, λεβεντιά, καλοσύνη, χωρίς ¨περιττά¨ περιθώρια οικειότητας. Μέχρις εδώ! Πόντο παραπέρα! Πάντα μέσα σε όρια ομορφιάς που απαιτεί σοβαρότητα. Που απαιτεί σεβασμό για να διαρκεί η ομορφιά και έτσι να κρατιέται …

            Σεβασμός. Κοινωνικότητα. Περηφάνια. Νοικοκυριό. Οικογένεια. Όλα τόσο αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, τότε, που το κυρίαρχο στοιχείο, ήταν η φτώχεια. Τότε, που όλοι έμοιαζαν ημίθεοι, παλεύοντας μαζί της…


* Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Μυρσιναίου Διονυσίου Ν. Μπώκου με τίτλο «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)» (2002). Η μεταφορά του κειμένου από το υπόψη βιβλίο στην παρούσα ιστοσελίδα είναι αυτούσια.

** Ο Διονύσιος Ν. Μπώκος γεννήθηκε στη Μυρσίνη το 1942 και επαγγελματικά σταδιοδρόμησε στην Πολεμική Αεροπορία από το 1961, μέχρι και την αποστρατεία του ως Ανώτερος Αξιωματικός. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών και παππούς ενός εγγονού. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μέχρι σήμερα δεκαεπτά (17) βιβλία ποικίλου περιεχομένου (λογοτεχνικά, ιστορικά, λαογραφικά κ.α). Έχει αρθρογραφήσει επί σειρά ετών σε αριθμό τοπικών εφημερίδων, ενώ από το 1990 μέχρι και το 2010 κυκλοφόρησε τη δική του τοπική εφημερίδα, τη «ΜΥΡΣΙΝΗ». Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ. Ελλάδος.

*** Οι Εθελοντές του χωριού μας ευχαριστούν θερμά τον κ. Μπώκο, τόσο για την έμπρακτη στήριξη της προσπάθειας για ξαναζωντάνεμα του χωριού μας, όσο και για την μοναδικής αξίας διαχρονική προσφορά του στον τόπο μας, μέσα από το συγγραφικό του έργο. 

Επισκεφθείτε μας