Λαογραφικά στοιχεία

Ο Μήτσος ο ¨Ψαρής¨

(Διονυσίου Ν. Μπώκου: «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)»Σελ.55-58)

            Χωρίς παρανόμι, δεν έμενε κανένας στο χωριό! Μάλιστα, έφτανε κάποιες φορές, να είναι και …δικαιολογημένο αυτό το …δεύτερο βαφτίσι! Γιατί συνέβαινε, να μην μπορούσαν να ξεχωρίσουν για ποιόν μιλάνε, από τους δύο και τρεις, ίσως και περισσότερους, που είχαν το ίδιο όνομα και το ίδιο επώνυμο και αρκετές φορές και το ίδιο πατρώνυμο.

            Έτσι, για …συντομία, του κόλλαγαν ένα παρανόμι και …τον ξεχώριζαν!

            Ένα παρανόμι, πολλές φορές, έφτανε να γίνεται και ¨επίσημο¨ επώνυμο κάποιου, αφού κανένας δεν τον προσφωνούσε με αυτό που είχε. Συνέβαινε επίσης, πολλές φορές, να αγνοούν οι πολλοί και το κανονικό επώνυμο ακόμη και γειτόνων τους αφού χρησιμοποιούσαν μονίμως το παρανόμι. Και συνέβαινε επίσης, αν δεν τύχαινε, είτε να πάνε μαζί στο σχολείο ή στο στρατό, που εκεί μόνο δεν …ακούγεται το παρανόμι!

            Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που ¨δικαιολογούσε¨ το παρανόμι ή το παρατσούκλι όπως το έλεγαν οι παλιότεροι. Βέβαια, υπήρχε και η …μανία από τους ¨κογιόνους¨, τους χιουμορίστες κουτσομπόληδες, να κολλούν παρανόμια! Έτσι όμως στο τέλος, είχαν …ξαναβαφτιστεί όλοι!

            Οι …προυποθέσεις για ένα …πετυχημένο παρανόμι, συνήθως ¨εξασφαλίζονταν¨ από ένα εξωτερικό γνώρισμα του παρουσιαστικού, ή της συμπεριφοράς κλπ. Όπως πχ σ’έναν πολύ ξανθό, ταίριαζε να του κολλήσουν, το ¨Ψαρής¨! Δηλαδή, το χρώμα πριν από …το άσπρο!

             Σε άλλα μικρότερα χωριά παρατηρείτο εντονότερη η μανία του …ξαναβαπτίσματος! Για το Στρούσι πχ έλεγαν ¨μην περάσεις από εκεί, ούτε με  …αεροπλάνο! Κολλάνε και του κολοβού (σκυλιού) ουρά!¨.

            Ο Μήτσος λοιπόν, κατάξανθος – και έτσι έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του – πήρε το παρανόμι που του …ταίριαζε: ¨Ψαρής¨! Το κανονικό του ονοματεπώνυμο ήταν, Δημήτριος Νικ. Σοφιανός.

            Ο Μήτσος ήταν αγρότης και κτηνοτρόφος μαζί. Άνθρωπος φιλήσυχος. Αγαπητός. Την περισσότερη ζωή του την πέρασε κοντά στην αρμύρα και την αύρα της θάλασσας, αφού εκεί κοντά στη θάλασσα ήταν το κτήμα του. Και ίσως εκείνο το αλάτι, εκείνος ο αέρας, να του έδωσε, όπως και σε άλλους, κάτι παραπάνω, από την πλευρά της γερής ιδιοσυγκρασίας και αντοχής.

            Καταγόμενος από σχεδόν πλούσια, οικογένεια – ο πατέρας του χρημάτισε Διευθυντής των Αλυκών Κέρκυρας! – δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα οικονομικά και γενικά προβλήματα επιβίωσης, ούτε ακόμη και σε δύσκολους καιρούς, όπως πχ στην κατοχή, το 1940-44. Η οικογένειά του, ήταν από τις λίγες που είχαν ψωμί. Που δεν τους έλειψε το ψωμί! Το σταρένιο. Το ¨λευκό¨, που ήταν το όνειρο, για τους πολλούς…

            Εκείνη λοιπόν, την σκληρή περίοδο, ο Μήτσος έχοντας αποθέματα συμπόνιας και καλοσύνης, έκανε το ¨όνειρο¨ για τους πολλούς κάποια στιγμή να γίνεται πραγματικότητα. Όπου μπορούσε, όσο μπορούσε, πρόσφερε στους πεινασμένους συνανθρώπους του, έστω μια φέτα, από το καρβέλι της μάνας του. Μια φέτα, τόσο απαραίτητη και κάποιες φορές, σωτήρια…

            Στο κτήμα του, ο Μήτσος, πήγαινε και ερχόταν με τα πόδια ή με κανένα υποζύγιο. Χωριό – θάλασσα, θάλασσα – χωριό. Για τα πουλερικά και τα ζωντανά και για τις άλλες δουλειές εκεί.

            Στη δεκαετία του ’50, άρχισε να κυκλοφορεί ευρύτερα το ποδήλατο. Και ο Μήτσος δεν έχασε την ευκαιρία. Έγινε και αυτός εποχούμενος! Και πήγαινε κι ερχόταν τώρα, πιο άνετα και πιο γρήγορα, παρά το αντίξοο του δρόμου, τον χειμώνα, με την γλίτσα της λάσπης!

            Προς το τέλος της δεκαετίας αυτής, άρχισαν να κυκλοφορούν τα μηχανάκια, κάτι σαν τα σημερινά ¨παπάκια¨. Ο Μήτσος και πάλι δεν έχασε την ευκαιρία. Ακολούθησε την εξέλιξη!

            Ο Μήτσος ο ¨Ψαρής¨, ήταν λάτρης του οίνου. Του καλού που ¨ευφραίνει καρδίας¨. Του κρασιού που δεν ¨κλωτσάει¨! Αυτού, που μοσχοβολάει ρετσίγκι και άρωμα από τη δόγα του βαρελιού (όλα τα βαρέλια, τότε, ήταν ξύλινα, από δρύ, μουριά κλπ.). Μπροστά σε ένα τέτοιο κρασί, η απόλαυση για τον Μήτσο πολλές φορές συντελείτο …ξεροσφύρι! Και του Μήτσου, το ΄λεγαν τα κότσια του!

            Εκτός απ’το καλό κρασί, του άρεσε επίσης και το καλό τραγούδι. Το δημοτικό ή το γνήσιο λαικό. Κι ας μη τραγουδούσε ο ίδιος. Του άρεσε να ακούει. Στην παρέα ήταν πάντα ¨έξω καρδιά¨. Φιλότιμος. Γελαστός. Και σαν Έλληνας και λίγο φιλόσοφος!

            Κάποτε, καλοκαίρι, όπως περνούσε, καταμεσήμερο, κοντά από μια εξοχή, τον προσκάλεσαν να τον τρατάρουν ένα κρασί, τρία αδέλφια, που έτρωγαν κι έπιναν και τραγουδούσαν αγαπημένα.

            Ο Μήτσος με χαρά μεγάλη, αποδέχτηκε αμέσως την πρόσκληση! Όμως, πλησιάζοντας τα αδέλφια, αντί χαιρετισμού, με τα μάτια του να παίζουν γεμάτα νόημα, κοιτάζοντας τα τρία αδέλφια ένα – ένα, είπε ¨κοφτά¨: ¨Εσείς, τι κάνετε εδώ; Τρώτε πίνετε και τραγουδάτε; Γιατί; …Με ποιο ¨δικαίωμα¨ μένετε αγαπημένοι;…¨ Κουβέντες φοβερές! Με νόημα ζωής. Που μέσα τους έκρυβαν την αλήθεια, την πικρή. Την σκληρή πραγματικότητα. Την άσχημη όψη της ζωής, μα και κάποτε – κάποτε το μεγάλο αδικαιολόγητο λάθος. Δυστυχώς!

            Η ¨εξαίρεση¨ τον παραξένεψε. Και θέλησε με εκείνον τον τρόπο, τον λίγο ¨απότομο¨ να τονώσει, να ενισχύσει το υπέροχο εκείνο σκηνικό για να μείνει έτσι, ίδιο στο χρόνο! Σαν μεγαλύτερος, σαν σοφότερος, ήξερε ότι σπάνια τα αδέλφια παραμένουν αγαπημένα, σαν παντρευτούν και μοιραστούν την πατρική περιουσία…

            Ήπιε μαζί τους και ξαναήπιε, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Δεν είπε τίποτα άλλο. Έφυγε έχοντας όπως πάντα το αχνό χαμόγελο της ανεμελιάς και της καλοσύνης…

            Στη δεκαετία του ’70, ο Μήτσος έγινε και οδηγός αυτοκινήτου! Τα αγροτικά αυτοκίνητα είχαν μπει για καλά στην ζωή του αγρότη! Και ο Μήτσος και σ’αυτό δεν έμεινε πίσω.

            Πάντως, με όλα τα τροχοφόρα που χρησιμοποίησε ποτέ δεν έτυχε να του συμβεί κάποιο ατύχημα, γενικά, παρά την κάθε μέρα και νύχτα ¨Διονυσιακή¨ του …ευωχία!

            Ίσως, γιατί το κρασί, να ήταν ένας απ’ τους μοναδικούς του φίλους, που δεν τον πρόδωσε ποτέ!...


* Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Μυρσιναίου Διονυσίου Ν. Μπώκου με τίτλο «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)» (2002). Η μεταφορά του κειμένου από το υπόψη βιβλίο στην παρούσα ιστοσελίδα είναι αυτούσια.

** Ο Διονύσιος Ν. Μπώκος γεννήθηκε στη Μυρσίνη το 1942 και επαγγελματικά σταδιοδρόμησε στην Πολεμική Αεροπορία από το 1961, μέχρι και την αποστρατεία του ως Ανώτερος Αξιωματικός. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών και παππούς ενός εγγονού. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μέχρι σήμερα δεκαεπτά (17) βιβλία ποικίλου περιεχομένου (λογοτεχνικά, ιστορικά, λαογραφικά κ.α). Έχει αρθρογραφήσει επί σειρά ετών σε αριθμό τοπικών εφημερίδων, ενώ από το 1990 μέχρι και το 2010 κυκλοφόρησε τη δική του τοπική εφημερίδα, τη «ΜΥΡΣΙΝΗ». Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ. Ελλάδος.

*** Οι Εθελοντές του χωριού μας ευχαριστούν θερμά τον κ. Μπώκο, τόσο για την έμπρακτη στήριξη της προσπάθειας για ξαναζωντάνεμα του χωριού μας, όσο και για την μοναδικής αξίας διαχρονική προσφορά του στον τόπο μας, μέσα από το συγγραφικό του έργο. 

Επισκεφθείτε μας