Ο Αλέξης ο ¨Γλετζές¨!

(Διονυσίου Ν. Μπώκου: «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)»Σελ.13-16)

Παλιότερα, ο ¨άνθρωπος της αγοράς¨, στην εκτίμηση όλων των άλλων, στεκόταν πολύ ψηλά. Και τούτο, γιατί ο ¨άνθρωπος της αγοράς¨ σήμαινε πολλά. Πρώτα – πρώτα, είχε διαρκή επικοινωνία με έναν ποικίλο κόσμο. Συναλλάσετο με πάρα πολλούς, γνωστούς και ξένους. Άκουγε περισσότερα, από τον κάθε απλό άνθρωπο του περιγύρού του, γεγονός που αποδείκνυε ότι είχε καλλίτερη πληροφόρηση και εξ’αυτής και …¨μόρφωση¨!

΄Ετσι, ο ¨άνθρωπος της αγοράς¨ μέτραγε!. Είχε – του αναγνωριζόταν! - ¨ειδικό¨ κοινωνικό βάρος. Είχε περισσότερες ικανότητες, για να σταθεί στην αγορά. Και έτσι και βαρύτερη άποψη. Σε κάποιες περιπτώσεις, αν συνέβαινε να ήταν ανύπαντρος, κατέληγε να γίνεται ο …πλέον περιζήτητος γαμπρός! Άνθρωποι της αγοράς, ήταν οι επαγγελματίες, οι καταστηματάρχες, οι έμποροι, οι μεταπράτες κ.α.

Ο Αλέξης ο ¨Γλετζές¨ - Αλέξης Βεσκούκης, του Θεμιστοκλέους – ήταν ένας από τους καταστηματάρχες του χωριού. Ήταν ¨άνθρωπος της αγοράς¨. Είχε αγοράσει ένα γωνιακό, στο σταυροδρόμι της αγοράς, που ήταν, από παλιότερα ταβέρνα. Εκεί, ο Αλέξης οργάνωσε και λειτούργησε, σε νέα βάση, σε ¨σύγχρονο¨ στυλ, εστιατόριο – ταβέρνα. Παράλληλα, ασχολείτο και με την καλλιέργεια πεπονιού, όπως συνέβαινε και με άλλους επαγγελματίες, προκειμένου έτσι να συμπληρώνουν το εισόδημά τους.

Άλλοι, έκαναν άλλη αγροτική καλλιέργεια. Οι περισσότεροι πάντως καλλιεργούσαν πεπόνι! Και σ’αυτό υπήρχε ειδικότερος λόγος: Το πεπόνι εκείνο, ήταν γνωστό στις αγορές ολόκληρης της Πελοποννήσου και όχι μόνον. Για την ποιότητά του. Ήταν το ¨αργείτικο¨ Μυρσίνης! Το άφθαστο. Το αποκλειστικά παραγόμενο στην περιοχή της Μυρσίνης! Σήμερα, βέβαια, δεν υπάρχει…

Ο Αλέξης, εκτός από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, είχε και ¨χόμπις¨! Χόμπις ποιοτικά! Και πρώτο απ’όλα ήταν αυτό, της αγάπης του για τα άλογα. Ήταν ένας μανιώδης …φίλιππος!

Και όντως, τα αγαπούσε τα άλογα. Πολύ! Τα πρόσεχε. Τα περιποιόταν. Με τα άλογά του, είχε λάβει μέρος σε πολλές ιππικές εκθέσεις (στην Ανδραβίδα) και είχαν τύχει, αρκετών διακρίσεων…

Σε μια δεύτερη ενασχόληση, που επίσης ήταν επιρρεπής, ήταν το γλέντι!

Εξ’ου και το …παρανόμι του: ¨Γλετζές¨! Και του άρεσε το γλέντι ποιότητας! Το γλέντι, που πολλές φορές στην εποχή που αναφερόμαστε, στην εποχή ακόμη του …γραμμοφώνου, κόστιζε! Και εδώ σ’αυτό, θα διακρίνει κανείς κάτι ωραίο να πηγάζει απ’την ψυχή του Αλέξη: Η ανιδιοτέλεια!

Μια μουσική βραδιά, ένα γλέντι, δεν το προκαλούσε, δεν το διοργάνωνε τυχαία και αυστηρά για επαγγελματικούς λόγους. Αλλά για όλους τους συγχωριανούς του. Εκείνη την εποχή της ¨κλειστής¨ κοινωνίας. Την εποχή της φτώχειας. Την μη …επικοινωνιακή. Την χωρίς ίχνος από τις γνωστές σημερινές παραμέτρους της. Κι αυτό, το ¨για όλους¨, φαινόταν απ’το σύνολο των ενεργειών του Αλέξη που έδειχνε ότι ήταν προσφορά στον τόπο του. Προσφορά επικοινωνιακή. Ψυχαγωγική. Δηλαδή, το ωραίο αυτό χόμπυ του, τον έκανε να ενεργεί πολλές φορές, σαν ένας σημερινός πολιτιστικός Σύλλογος!

Στο πανηγύρι π.χ του χωριού, στις 10 Μαίου, εορτή του Αγίου Νικολάου προστάτη του χωριού, διάλεγε πάντοτε, μουσική ποιότητας, καλώντας για το μαγαζί του ¨ζυγιά¨- συγκρότημα απαιτήσεων! Συγκρότημα που να ήταν διαφημισμένο. Γνωστό για τις μουσικές του επιδόσεις. Που αυτό βέβαια σήμαινε, ότι ακριβοπληρωνόταν για να έρθει στο χωριό!

Ως χώρος πραγματοποίησης των μουσικών βραδιών, τα καλοκαίρια, ήταν ο αύλειος χώρος, πίσω από το εστιατόριο. Χώρος στολισμένος με πολλά λουλούδια και πυκνές περικοκλάδες. Σε όλα εκείνα τα γλέντια, συμμετείχε και ο Αλέξης σαν …απλός θαμώνας, παίρνοντας το μερίδιό του, που δεν ήταν άλλο από μια καλοεκτελούμενη ζεμπεκιά! Το …χόμπυ του!

Ο ισολογισμός εσόδων – εξόδων, στις εκδηλώσεις που διοργάνωνε, πολλές φορές ήταν ελλειμματικός! Κι εδώ σ’αυτό το σημείο εντοπίζεται και αποδεικνύεται πανηγυρικά η ανιδιοτέλεια του Αλέξη! Όπως επίσης και η …ψυχραιμία του, μετά την χασούρα! ¨΄Ετσι είναι …Δε βαριέσαι…¨, έλεγε κάθε φορά, ξύνοντας ελαφρά τον κρόταφό του. Και συμπλήρωνε ¨…ή θα κερδίσεις, ή θα χάσεις. Έτσι είναι αυτές οι δουλειές. Καλά περάσαμε!¨. Και την επόμενη περίοδο, επαναλάμβανε τα ίδια με το …ίδιο πάθος!

Ο Αλέξης, όπως αναφέρθηκε ήταν φίλιππος. Για το πόσο φίλιππος ήταν αποδεικνύεται από ¨ατυχές¨ περιστατικό …

…Κάποια μέρα του χειμώνα του 1957, έζεψε στο κάρρο τη φοράδα του, - από τις καλύτερες της περιοχής που με τα πουλάρια της του χάρισε διακρίσεις – προκειμένου να πάει στα Λεχαινά για κάποια ψώνια. Το γεφύρι στου ¨Γαλιάτσου¨ στο ύψος της ΔΕΗ – ΠΙΚΠΑ σήμερα, το είχαν χαλάσει για να το διαπλατύνουν. Για πέρασμα είχαν επιχωματώσει το δίπλα  ακριβώς σημείο με ένα κιούνι στο κάτω μέρος για να φεύγουν τα νερά. Όμως το νερό για κάποιο λόγο ήταν ¨καραβωμένο¨, και έφτανε σε βάθος περίπου τρία μέτρα.

Η πρόχειρη επιχωμάτωση, από τα κάρα και τα λίγα τότε αυτοκίνητα ¨τρωγόταν¨ συνεχώς. Επιστρέφοντας το μεσημέρι ο Αλέξης και μη δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή, προσπάθησε να περάσει το πέρασμα όπως πριν. Ξαφνικά όμως το χώμα υποχώρησε, το κάρρο έγειρε και μπατάρισε στο καραβωμένο νερό. Για μια στιγμή αγωγιάτης κάρρο και άλογο χάθηκαν. Ο Αλέξης μπόρεσε, μετά από αγώνα, να βγεί. Όμως δεν έδειξε στιγμή το φόβο του απ’τον παρ’ολίγον πνιγμό του. Μόνο μια φωνή έβγαλε. ¨Σώστε τη φοράδα μου!¨ Η φοράδα προσπαθούσε να βγεί στην επιφάνεια αλλά οι γκάβοι δεν την άφηναν να ελευθερωθεί από το βάρος του κάρρου που την τραβούσε. Εκείνη τη στιγμή και ενώ η επίκληση του Αλέξη για βοήθεια επαναλαμβανόταν (δεν ήξερε να κολυμπά), περνούσε ο Γιάννης Αναγιάννης (Ιωάννης Βεσκούκης). Βλέποντας την όλη κατάσταση, ακούγοντας τις φωνές του Αλέξη και γνωρίζοντας ο ίδιος την αξία της φοράδας, αφήφησε κάθε κίνδυνο κα με ένα μαχαίρι στα χέρια έπεσε στο νερό όπως ήταν, με τα ρούχα. Σε ελάχιστο χρόνο έκοψε τους γκάβους και απελευθέρωσε τη φοράδα που αμέσως βγήκε στην άκρη.

Η χαρά του Αλέξη ήταν απερίγραπτη. Αφού ευχαρίστησε τον Αναγιάννη, έπιασε την κανελιά, την όμορφη φοράδα του και μη σταματώντας, τη χάιδευε και την φιλούσε. Ξεχνώντας το κάρρο, εμπορεύματα κλπ γύρισε στο χωριό (το κάρρο το έβγαλε μετά από μέρες…), χαρούμενος και χαιδεύοντας τη φοράδα του…

Αυτός ήταν ο Αλέξης ο ¨γλετζές¨. Ο άνθρωπος που σκεφτόταν διαφορετικά. Ο άνθρωπος που πρόσφερε ανιδιοτελώς στα πολιτιστικά του τόπου του. Ο άνθρωπος που ήξερε να ξεχωρίζει, πού ήταν το ωραίο και η ομορφιά!...

 


* Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Μυρσιναίου Διονυσίου Ν. Μπώκου με τίτλο «ΧΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ (Αυτό που μένει…)» (2002). Η μεταφορά του κειμένου από το υπόψη βιβλίο στην παρούσα ιστοσελίδα είναι αυτούσια.
** Ο Διονύσιος Ν. Μπώκος γεννήθηκε στη Μυρσίνη το 1942 και επαγγελματικά σταδιοδρόμησε στην Πολεμική Αεροπορία από το 1961, μέχρι και την αποστρατεία του ως Ανώτερος Αξιωματικός. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών και παππούς ενός εγγονού. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μέχρι σήμερα δεκαεπτά (17) βιβλία ποικίλου περιεχομένου (λογοτεχνικά, ιστορικά, λαογραφικά κ.α). Έχει αρθρογραφήσει επί σειρά ετών σε αριθμό τοπικών εφημερίδων, ενώ από το 1990 μέχρι και το 2010 κυκλοφόρησε τη δική του τοπική εφημερίδα, τη «ΜΥΡΣΙΝΗ». Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ. Ελλάδος.
*** Οι Εθελοντές του χωριού μας ευχαριστούν θερμά τον κ. Μπώκο, τόσο για την έμπρακτη στήριξη της προσπάθειας για ξαναζωντάνεμα του χωριού μας, όσο και για την μοναδικής αξίας διαχρονική προσφορά του στον τόπο μας, μέσα από το συγγραφικό του έργο.