ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

(Διονυσίου Ν. Μπώκου: «ΜΥΡΣΙΝΗ – Η ιστορία και ο κόσμος της»

ΜΕΡΟΣ Ι΄ - ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΚΕΦ.11 – ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ Σελ.151-163)

* Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Μυρσιναίου Διονυσίου Ν. Μπώκου με τίτλο «ΜΥΡΣΙΝΗ – Η ιστορία και ο κόσμος της» (1996).Η μεταφορά του κειμένου από το υπόψη βιβλίο στην παρούσα ιστοσελίδα είναι αυτούσια, πλην όμως στερείται δυστυχώς της σχετικής εικονογράφησης που μπορεί κανείς να απολαύσει στην έντυπη μορφή.

** Ο Διονύσιος Ν. Μπώκος γεννήθηκε στη Μυρσίνη το 1942 και επαγγελματικά σταδιοδρόμησε στην Πολεμική Αεροπορία από το 1961, μέχρι και την αποστρατεία του ως Ανώτερος Αξιωματικός. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών και παππούς ενός εγγονού. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μέχρι σήμερα δεκαεπτά (17) βιβλία ποικίλου περιεχομένου (λογοτεχνικά, ιστορικά, λαογραφικά κ.α). Έχει αρθρογραφήσει επί σειρά ετών σε αριθμό τοπικών εφημερίδων, ενώ από το 1990 μέχρι και το 2010 κυκλοφόρησε τη δική του τοπική εφημερίδα, τη «ΜΥΡΣΙΝΗ». Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ. Ελλάδος.

*** Οι Εθελοντές του χωριού μας ευχαριστούν θερμά τον κ. Μπώκο, τόσο για την έμπρακτη στήριξη της προσπάθειας για ξαναζωντάνεμα του χωριού μας, όσο και για την μοναδικής αξίας διαχρονική προσφορά του στον τόπο μας, μέσα από το συγγραφικό του έργο.


α.ΤΑ ¨ΤΕΛΕΙΩΜΑΤΑ¨

    Παλιά ο γάμος ήταν στα ¨χέρια¨ του συμπεθεροκόπου. Πολλές φορές ένας γάμος εξαρτιόταν από την ικανότητά του. Από την ικανότητά του να ¨πείσει¨ ή να ¨διαπραγματευτεί¨ με επιτυχία την προίκα, ηλικία κλπ. Σε κάθε περίπτωση ο γάμος περνούσε από τον συμπεθεροκόπο ακόμη και αν ο νέος είχε διαλέξει την καλή του. Δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος να την ζητήσει απ’ τους γονείς της. Έπρεπε να το μεταφέρει ο ¨τρίτος¨ άνθρωπος, έστω και αν στο διάστημα είχαν αναπτυχθεί ακόμη και κάποιες σχέσεις. Βέβαια το σημείο αυτό, δηλαδή η ύπαρξη έρωτα και σχέσεων ήταν ¨σοβαρότερο¨. Γι αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω.

    Όλα λοιπόν μέσω του συμπεθεροκόπου, του προξενητή, του προξενιού, της πρότασης γάμου, που μεταφερόταν από το μέρος του άντρα προς το μέρος της γυναίκας και ποτέ αντίθετα!

    ¨Στου ανύπαντρου (κοριτσιού) την πόρτα, πεζοί- Καβαλαραίοι¨. Η λαική αυτή φράση είναι χαρακτηριστική. Δείχνει τα προξενιά που πηγαίνουν στο ανύπαντρο κορίτσι από φτωχούς ή πλούσιους, ωραίους ή άσχημους.

    Για δε τον πλούσιο αλλά άσχημο που έπαιρνε την φτωχή αλλά μορφονιά, ο λαός από λόγους συμπόνοιας ¨κατηγορούσε¨ τα πλούτη και αυτόν που τα είχε με τα αντιπροσωπευτικότατα αυτά λόγια: ¨Το καλό το μήλο, το γουρούνι το τρώει!¨.

    Αφού ενημερωνόταν λοιπόν ο συμπεθεροκόπος, στο τι να πει, τι να ζητήσει (για προίκα) έφτανε στο σπιτικό της κόρης. Οι γονείς ακούοντας τον λόγο της επίσκεψης έλεγαν ¨ευχαριστούμε για την τιμή¨. Όποτε τα κατάφερνε (με την πρώτη ή δεύτερη επίσκεψη κλπ) επέστρεφε στον γαμπρό για να μεταφέρει ότι ¨έγινε δεκτό¨. Όμως δεν τελείωνε το θέμα εκεί. Και αυτό αφορούσε την περίπτωση που οι δύο νέοι δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον, (νέοι κυρίως από διαφορετικά χωριά). Πριν δε, δώσουν οι συμπέθεροι τα χέρια, δηλαδή οι εκατέρωθεν γονείς, προηγούντο τα  ¨ιδώματα¨. Η συνάντηση δηλαδή γαμπρού και νύφης σε ένα συγγενικό συνήθως σπίτι για να γνωριστούν. Εκεί λοιπόν έβλεπε ο ένας τον άλλον, που ¨έντεχνα¨ τους άφηναν και κανά δύο λεπτά μόνους!. Εκεί παιρνότανε η μεγάλη απόφαση, η οποία όμως μεταφερόταν όχι εκείνη τη στιγμή αλλά την επομένη ή την μεθεπομένη, για λόγους τυπικούς, είτε ήταν ¨ναι¨ είτε ήταν ¨όχι¨ και πάντα μέσω του συμπεθεροκόπου!.

    Τα ¨ιδώματα¨ δεν ήταν απαραίτητα στην περίπτωση δύο συγχωριανών. Έτσι μετά το ¨είμαστε δεκτοί¨ ο συμπεθεροκόπος έκλεινε το ραντεβού για τα ¨τελειώματα¨. Μεταξύ όμως του ¨είμαστε δεκτοί¨ και ¨τελειωμάτων¨ μεσολαβούσε κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Η σύνταξη του προικοσύμφωνου!.

    Στα ¨τελειώματα¨, ερχόταν στο σπίτι της μέλλουσας πλέον νύφης, το συμπεθεριό, δηλαδή ο γαμπρός, οι γονείς του, τα αδέλφια του, κάποιος ή κάποιοι από τους πλέον στενούς συγγενείς (θείοι του γαμπρού) και βέβαια ο συμπεθεροκόπος, που φέρνοντας την ¨αποστολή¨ σε αίσιο πέρας είχε κερδίσει και την αλλαξιά!. (πουκάμισο ή πιτζάμες συνήθως, σαν δώρο, το οποίο ήταν υποχρέωση απ’την πλευρά της νύφης).

    Παράλληλα, στο σπίτι της νύφης είχε γίνει και μια μικροετοιμασία αναμένοντας το συμπεθεριό. Έτσι, για ένα κρασί!. Εκεί λοιπόν στη συνάντηση, έδιναν τα χέρια οι γονείς και ο γαμπρός φιλούσε τη νύφη στο πρόσωπο, ασημώνοντάς την με μία ή περισσότερες λίρες, ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια που είχε ή και καθόλου!.

    Στη συζήτηση που ακολουθούσε παίρνονταν δύο ¨αποφάσεις¨ τις περισσότερες φορές. Η μία είχε λόγους οικονομικούς. Απευθυνόμενος στον συμπέθερό του, ο πατέρας της νύφης έλεγε: ¨Συμπέθερε, τι λές; Δεν περνάμε και τις βέρες;¨. Ο πατέρας του γαμπρού συμφωνούσε. Σπάνια αρνιόταν. ¨Σύμφωνοι, συμπέθερε¨. Και από κάποιο παντρεμένο ζευγάρι, έπαιρνε τις βέρες και στο εικόνισμα που του έφερναν, σταυρώνοντάς τες στο όνομα της Αγίας Τριάδας, τις περνούσε στο χέρι των δύο νέων, ευχόμενος ¨να ζήσουν¨. Έτσι μαζί με τα ¨τελειώματα¨ γίνονταν και τα ¨αραβωνιάσματα¨ αποφεύγοντας τα έξοδα κανονικών αραβώνων.

   Η δεύτερη απόφαση που έβγαινε από τη συζήτηση ήταν αυτή του ορισμού της ημερομηνίας του γάμου, απόφαση που ετηρείτο απαρέγκλητα!.

   Μετά και την αρραβώνα γενικά, ο γαμπρός μπορούσε να επισκέπτεται το σπίτι της μνηστής του. Πρώτη δε ενέργειά του, ήταν να βγουν μαζί να παραγγείλουν τις βέρες και να ¨ψωνίσει της νύφης¨, φόρεμα κλπ. Στο διάστημα του αρραβώνα η νύφη απαραίτητα κυκλοφορούσε στην αυλή του σπιτιού της με τα πασούμια και τη ρόμπα που της είχε αγοράσει ο γαμπρός!. Και τα δύο αυτά είχαν φανταχτερά χρώματα, για να ξεχωρίζει ότι είναι αρραβωνιασμένη!. Τα φορούσε δε, με ξεχωριστή χαρά, καμαρώνοντας!.

    Ο γαμπρός, στις επισκέψεις του στο σπίτι της μνηστής του, δεν έπρεπε να μείνει να κοιμηθεί εκεί. Αλλά αν έμενε κοιμόταν…φρουρούμενος!.

    Αφήσαμε να πούμε τελευταία δύο λόγια για την περίπτωση που ανάμεσα σ’ έναν νέο και μια νέα είχε αναπτυχθεί …αγάπη καθώς και παραπέρα σχέσεις. Εδώ, το θέμα μπορούσε να έχει διάφορο τέλος. Από αίσιο μέχρι μοιραίο!. Ανάλογα με το ¨πως¨ θα διαμορφώνονταν τα πράγματα.

    Αίσιο, όταν ο νέος τηρούσε το λόγο του προς τη νέα και έστελνε το προξενιό και κυλούσαν ομαλά. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις που ¨απορρίπτετο¨ το προξενιό για κάποιους λόγους, όπως, αν ο γαμπρός δεν ήταν αρεστός ή αν ήταν φτωχός κλπ. Τότε αν όντως είχε αναπτυχθεί αγάπη κα έρωτας, μεταξύ των δύο νέων ακολουθούσε η απαγωγή, που όμως ήταν προσβολή για το σπίτι της νύφης!. Στην περίπτωση αυτή, διακόπτοντο οι σχέσεις τους με τους γονείς κλπ και εξομαλύνοντο με την πάροδο του χρόνου. Αν όμως οι σχέσεις ήταν ¨προχωρημένες¨ και ο νέος όχι μόνο δεν έστελνε προξενιό αλλά ¨αγνοούσε¨ την περίπτωση ή αρνείτο παρά τις ¨υποδείξεις¨ να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένεις που πρόσβαλε τότε, το τέλος, πολλές φορές ήταν μοιραίο σ’αυτές τις περιπτώσεις. Ο νέος ή θα έπρεπε να ¨φύγει νύχτα¨ δηλαδή να μεταναστεύσει είτε στο εσωτερικό μακριά είτε στο εξωτερικό ή να σκοτωθεί ή ακόμη και να αναγκαστεί ο ίδιος να σκοτώσει, σε μια πιθανή συμπλοκή…


β.Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΟΥ

Το προικοσύμφωνο και η σύνταξή του ήταν πολλές φορές κάτι ¨επίπονο¨ που έφτανε κάποιες φορές επίσης να δρα ¨ αφαιρετικά¨ ως προς την ανθρώπινη υπόσταση και στην προσωπικότητα γενικά. Αρκετά συμπεθεριά είχαν διαλυθεί για έναν ¨τέντζερη¨ (κατσαρόλα) ή ένα ¨κακάβι¨ (καζάνι) που δεν έγινε δεκτό να γραφεί στον κατάλογο του προικοσύμφωνου ή που γράφηκε και δεν δόθηκε!.

Στο προικοσύμφωνο φαινόταν ποια είναι η προίκα της νύφης. Συντάσσετο σ’ένα πρόχειρο χαρτί, όπως τα ιδιωτικά συμφωνητικά, αλλά η δύναμή του ήταν τεράστια, όπως προείπαμε. Στο επάνω μέρος του χαρτιού σχηματιζόταν το σύμβολο του Σταυρού και υπογραφόταν κανονικά.

Το προικοσύμφωνο ήταν ¨νόμος¨ που ετηρείτο με ευλάβεια. ΄Ηταν όμως και αποτρεπτικό μέσον για κάποιες πιθανές ¨πονηριές¨. Τα προικοσύμφωνα ετηρήθηκαν στο χωριό μέχρι και την δεκαετία σχεδόν του ’60.


γ.ΤΑ ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΑ

            Σε εποχές χωρίς μέσα επικοινωνίας (τηλέφωνο, αυτοκίνητο, κλπ), το ¨κάλεσμα¨ δηλαδή η επίδοση προσκλητηρίων γάμου ήταν μια ολόκληρη διαδικασία, που είχε όμως την απλότητα και ωραιότητα. Που είχε ομορφιά.

            Βέβαια, δεν υπήρχαν αποστάσεις. Αυτοί που έπρεπε να καλεστούν ήταν όλοι σχεδόν στον ίδιο τόπο.

            Ελάχιστοι, ήταν εκείνοι που έμεναν σε άλλο χωριό και που έπρεπε να καλεστούν. Σ’αυτές μόνο τις περιπτώσεις απαιτείτο μετακίνηση.

            Τα έντυπα προσκλητήρια εμφανίστηκαν στην επαρχία και ειδικότερα στα χωριά πολύ αργά. Μέχρι και την δεκαετία σχεδόν του ’60, τα προσκλητήρια γάμου ¨επιδίδοντο¨ με τον παραδοσιακό τρόπο. Και ήταν δύο κατηγοριών όπως και σήμερα. Δηλαδή, της πρόσκλησης για απλή συνδρομή και της πρόσκλησης και για τραπέζι.

            Παλιά λοιπόν επιλέγονταν δύο άντρες, συγγενείς ή πολύ γνωστοί, της οικογένειας της νύφης και του γαμπρού χωριστά, οι ¨καλεστάδες¨. ¨Καλεστάδες¨ που να ¨άντεχαν¨ να ¨επιδόσουν¨ τα …προσκλητήρια και να ¨πάρουν¨ τις ευχαριστίες!. Δηλαδή να άντεχαν το κρασί!. Έτσι, αφού τους ενημέρωναν ποιους θα καλούσαν για συνδρομή και ποιους για τραπέζι, την Τρίτη ή την Τετάρτη, μόλις νύχτωνε ξεκινούσαν γεμάτοι ¨κουράγιο¨ με μια τραπεζομπουκάλα ¨τροχού¨ γεμάτη κρασί κι ένα ποτήρι. Από τους καλεστάδες ο ένας είχε το λόγο. Ο δεύτερος απλά συντρόφευε τον πρώτο, αφού απαιτείτο να είναι δύο!.

            Μπαίνοντας στο σπίτι που θα καλούσαν, μετά τον χαιρετισμό έβαζαν κρασί στο ποτήρι και προσφέροντάς το στον νοικοκύρη, έλεγαν: ¨Ο …σε καλεί στο γάμο του παιδιού του, που θα γίνει την Κυριακή, ώρα τάδε¨, ή ¨Ο … σε καλεί στο γάμο του παιδιού του και στο τραπέζι…¨. Ο προσκαλούμενος έπαιρνε το ποτήρι μετά χαράς και πριν πιεί το κρασί έλεγε: ¨Ευχαριστώ. Η ώρα η καλή¨.

            Κι αμέσως με το ίδιο ποτήρι κέρναγε τους καλεστάδες με δικό του κρασί. Και έπρεπε να το πιούν και να ευχηθούν χαρές και στο σπίτι αυτό.

            Όσοι επροσκαλούντο για τραπέζι, ήταν υποχρεωμένοι να στείλουν μια μέρα προ του τραπεζιού, ένα καρβέλι ψωμί, περιποιημένο (με γλυκάνισο, σουσάμι κλπ), ένα αρνί και μια νταμουζάνα κρασί.

            Στο τραπέζι, εκαλούντο συνήθως οι στενοί συγγενείς και φίλοι και γενικότερα όσοι είχαν προγενέστερα καλέσει την οικογένεια σε τραπέζι γάμου και είχε τώρα την ευκαιρία να το ανταποδώσει.

            Ξεχωριστά απ’όλους εκαλείτο ο κουμπάρος που κατά βάση το γνώριζε από πριν. Ο κουμπάρος ήταν επιλογή του γαμπρού. Σπάνια είχε λόγο σ’αυτό η νύφη. Συνήθως δε κουμπάρος ήταν ο νονός ή κάποιος στενός φίλος ή και συγγενής.

            Η επισημοποίηση της πρόσκλησής του και η ενημέρωσή του για την ακριβή ημερομηνία, ώρα κλπ, απαιτούσε να επιδοθεί κάποια στιγμή ¨ειδικό προσκλητήριο¨. Και αυτό δεν ήταν άλλο από ένα αρνί!.

            Στο τραπέζι του γάμου πολλές φορές εκαλείτο και ο παπάς του χωριού. Αυτό ήταν θέμα επιλογής του πατέρα του γαμπρού, περισσότερο.

            Ένα τελευταίο κάλεσμα και μάλιστα πολύ απαραίτητο, ήταν εκείνο του μάγειρα!.

            Κάλεσμα με ¨ειδικό¨ βάρος! Το άτομο αυτό έπρεπε να ξέρει να μαγειρεύει για πολλές δεκάδες πιάτα αλλά και να κάνει νόστιμα φαγητά. Το κάλεσμά του είχε καθαρά τιμητικό χαρακτήρα χωρίς κάποιο υλικό αντίκρυσμα. Η αμοιβή του ήταν η ευχαρίστηση του κόσμου από την μαστοριά του!.

            Για τις ικανότητές του αυτές, εφ’όσον ¨επιβεβαιούνταν¨, πληρωνόταν – ηθικά – αρκούντως!. Όταν άρχιζε το ¨χαιρετητό¨ στα ¨ποτήρια¨, συγκαταλέγετο και ένα στην υγεία του μάγειρα.

            Ως μάγειρας εκαλείτο συνήθως κάποιος που είχε υπηρετήσει στο στρατό με την ειδικότητα αυτή του μάγειρα. Γεγονός που βεβαίωνε ότι ήξερε από ¨καζάνι¨!. Γιατί όπως το πιλάφι ή η σούπα γινόταν σε καζάνι!.

            Η ¨κουτάλα¨ του μάγειρα, προς το τέλος του τραπεζιού, γινόταν συμβολικά αντικείμενο ¨πλειστηριασμού¨. Σε ποιο σπίτι, μετά από αυτόν τον γάμο, θα πήγαινε! Ποιό σπίτι θα τον καλούσε να μαγειρέψει, δηλαδή που θα γινόνταν νέες χαρές, νέος γάμος. Σ’αυτό, οι νέοι φώναζαν. ¨Ας έρθει σε μένα¨, ¨Όχι, ας έρθει σε μένα! Καλώς νάρθει!¨κλπ.

            Μάγειροι που πέρασαν με ταλέντο και με επιτυχίες στα τραπέζια του γάμου ήταν ο Μπάμπης Κοντάνας, Γιάννης Θωμάτος και άλλοι.


δ.ΠΡΟΙΚΙΑ -¨ΠΡΟΖΥΜΙΑ¨

            Τα προικιά ήταν ένας από τους σοβαρούς ¨παράγοντες¨ σ’ένα γάμο. Ο σημαντικός τους ¨ρόλος¨άρχιζε από την σύνταξη του ¨προικοσύμφωνου¨, όπως είδαμε. Ήταν δε ανέκαθεν ο ¨βραχνάς¨ της κάθε οικογένειας που είχε θηλυκό. Η συγκέντρωσή τους ήταν δύσκολη και δαπανηρή. Κάποια δε από αυτά  απαιτούσαν πέρα από τα χρήματα για την αγορά τους και πολλή προσωπική εργασία π.χ. το κέντημα με ¨ψιλοβελονιά¨, ή ύφανση στον αργαλειό, που έπρεπε από πριν τα ¨ποκάρια¨ των μαλλιών να πλυθούν, για να ακολουθήσει το βάψιμο, το ξάσιμο, το γνέσιμο κλπ. Αποτελούσαν όμως και τη βάση του νέου νοικοκυριού.

            Όμως όλα ξεχνιούνταν την εβδομάδα του γάμου. Η νύφη καλούσε τις ανύπαντρες αλλά και τις παντρεμένες φίλες της και άρχιζαν – συνήθως από την Δευτέρα – το πλύσιμο των ¨ασπρόρουχων¨, με χαρές και τραγούδια για τα ¨καλορίζικα¨. Και συνέχιζαν με άλλα.

            Αυτή η προετοιμασία τέλειωνε με το σιδέρωμα και την ταξινόμηση των προικιών και διαρκούσε μια – δυό μέρες.

            Τα προικιά τα μετέφεραν, τα ¨κουβαλούσαν¨, το Σάββατο, με τα κάρρα. Το πρώτο κάρρο ήταν το καλλίτερο από κάθε άποψη. Και τούτο γιατί σ’αυτό έβαζαν τα ακριβότερα και τα καλλίτερα προικιά. Εκεί ήταν και η ¨κόφα¨ του γαμπρού!. Η κόφα του γαμπρού ήταν ένα πανέρι που είχε το καλλίτερο γι αυτόν! (πετσέτα, μαντήλι, πιτζάμες, δύο σεντόνια, εσώρουχα κλπ). Όπως και η ¨κόφα¨ με την ¨αλλαξιά¨ του πεθερού. Και ακολουθούσαν τα άλλα κάρρα φορτωμένα με τα υπόλοιπα. Όσοι ήταν συνοδοί των προικιών έφεραν δεμένο στο λαιμό λευκό μεταξωτό μαντήλι. Τα μαντήλια τα έδιναν στο σπίτι της νύφης πριν αναχωρήσουν. Μαντήλι ¨δικαιούταν¨ και το άλογο…

            Φτάνοντας στο σπίτι του γαμπρού, τα περίμεναν οι συγγενείς, με μεζέ και κρασί για τους συνοδούς και με ρύζι για να τα ράνουν.

            Από τα κάρρα, τα κατέβαζαν με προσοχή, αλλά και με σχετικό …έλεγχο (προικοσύμφωνο γαρ!), που βέβαια γινόταν με ¨τρόπο¨ και ένα – ένα το περνούσαν σε κάποιο μεγάλο δωμάτιο. Εκεί δε τα τακτοποιούσαν έτσι ώστε να ¨δείχνουν¨!.

            Το βράδυ οι γυναίκες και τα κορίτσια ¨πήγαιναν στα προικιά¨ να τα δουν και να τα ράνουν με ρύζι και να ευχηθούν κι άλλες τα ¨καλορίζικα¨.

            Η νύφη δεν ακολουθούσε τα προικιά. Στο σπίτι της όμως μια μέρα πριν να τα μεταφέρουν γίνονταν ανάλογες εκδηλώσεις. Σ’αυτές τις εκδηλώσεις συμμετείχε και ο γαμπρός που τα ασήμωνε πρώτος.

            (Το ¨στρώσιμο¨ και ¨ασήμωμα¨ του νυφικού κρεβατιού, όπως γίνεται σήμερα, στο χωριό ήρθε, σαν κάτι νέο, πολύ αργά. Ήρθε μετά την δεκαετία του ’70. Που βέβαια γίνεται για …οικονομικούς λόγους!).

            Η προετοιμασία γενικά του γάμου, ήταν μια διαρκής φροντίδα. Ψώνια από το γαμπρό. Δηλαδή: νυφικό, το ¨πέπλο¨, νυφικό φόρεμα, νυφικά παπούτσια κλπ. Ψώνια από το ζεύγος. Δηλαδή : ¨μπουμπουνιέρες¨ και εκείνη την ξεχωριστή, για τον κουμπάρο. Ψώνια από τον κουμπάρο. Δηλαδή : λαμπάδες, το δώρο στους μελλόνυμφους κλπ.

            Μετά ήταν τα ¨λειτουργικά¨ του τραπεζιού. Να γανωθούν τα καζάνια, πηρούνια, κουτάλια κλπ. Να συγκεντρωθούν πιάτα, πηρούνια κουτάλια, ποτήρια κλπ στον αριθμό που απαιτείτο, από συγγγενικά σπίτια. Να σφαχτούν τα σφάγεια, που ήταν συνήθως αρνιά και ζυγούρια ή και πολλές φορές (σε φτωχότερες οικογένειες) τα κοτόπουλα, για συμπλήρωμα. Μετά, το ψωμί, πέραν από εκείνο που θα έστελνε ο κάθε καλεσμένος.

            Το ζύμωμα του ψωμιού αυτού στο σπίτι της νύφης δεν ήταν ή δεν γινόταν έτσι απλά. Στα ¨προζύμια¨ την Πέμπτη, γινόταν εκδήλωση κανονική. Τραγούδι, κρασί κλπ, ένα ¨μικρό¨ τραπέζι. Δείγμα ότι η διαδικασία του γάμου έμπαινε στην τελική ευθεία. Ανάπιαναν λοιπόν τα προζύμια. Για να ζυμώσουν την επόμενη το ψωμί. Την ευλογημένη απ΄τον Χριστό τροφή. Μια προετοιμασία του γάμου, που άγγιζε το θρησκευτικό συναίσθημα. Ήταν όμως και το τελευταίο πατρικό ψωμί για τη νύφη.

            Για το γάμο υπήρχαν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις με ανάλογο νόημα. ¨Της κορούλας μου το γάμο καλοκαίρι θα τον κάνω¨, έλεγε η μάνα τραγουδώντας στην αγκαλιά της την μικρή κορούλα της. Και όντως οι περισσότεροι γάμοι, όπως και άλλες εκδηλώσεις, γίνονταν καλοκαίρι. (Λιγότερες δουλειές, καλές καιρικές συνθήκες, μικρότερη νύχτα κλπ).

            Μετά, ¨έφυγε η νύφη, σχόλασε ο γάμος¨. Αυτό το ΄λέγαν όταν από το τραπέζι αποχωρούσε η νύφη για να πάει να ξεκουραστεί για να είναι ¨φρέσκια¨ την επομένη στο γάμο. Το τραπέζι βέβαια συνεχιζόταν αλλά με μειωμένη την ¨έντασή του¨, χωρίς την παρουσία της νύφης.

            Μια άλλη φράση ήταν εκείνη που περιέκλειε ίσως το μεγαλύτερο, για πολλά πράγματα, νόημα. ¨Όλα του γάμου δύσκολα- η αλήθεια¨! κι η …νύφη γκαστρωμένη!¨. Συνέβαινε καμιά φορά και αυτό!. Το …εύκολο!.

            Την Παρασκευή (ή Σάββατο) έφταναν τα ¨καλέσματα¨ (ψωμί, κρασί, αρνί). ¨Η ώρα η καλή. Να μας ζήσουν!¨. ¨Και στων υπολοίπων τις χαρές!¨, (εάν υπήρχαν στην οικογένεια κι άλλα ανύπαντρα παιδιά). Ευχές κατά την επίδοση, των ¨καλεσμάτων¨.

            Και η οικογένεια έκανε τον τελευταίο έλεγχο γύρω από τα απαιτούμενα για το τραπέζι. Να είναι όλα άνετα και αρκετά. Συμπλήρωμα τραπεζιών, καθισμάτων και εν ανάγκη πάγκων, τραπεζομπουκαλών κλπ. Όλα έτοιμα για το τραπέζι και το γλέντι του γάμου. (Το Σάββατο το βράδυ γινόταν της νύφης και την Κυριακή μεσημέρι ή βράδυ του γαμπρού).


ε.Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

            Το μυστήριο του γάμου γινόταν πάντα στην ενορία, ή στο χωριό, της νύφης. Σήμερα δεν τηρείται απόλυτα αυτό. Αν λοιπόν ο γαμπρός ήταν κι αυτός από το ίδιο χωριό τα πράγματα ήσαντε πιο εύκολα. Αν όμως ήταν από άλλο χωριό τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα.

            Στην πρώτη περίπτωση, ο χρόνος που μεσολαβούσε για την μετάβαση τόσο του γαμπρού όσο και της νύφης στην Εκκλησία ήταν σχετικά μικρός και η αναμονή του γαμπρού επίσης μικρή. Στην δεύτερη περίπτωση η αναμονή - ¨αγωνία¨ ήταν της νύφης και ήταν μεγάλη. ¨Άραγε ξεκίνησαν; Θα αργήσουν;¨ Κι ακόμη: ¨Κι αν δεν έρθει (ο γαμπρός) ¨; Πράγμα που συνέβαινε καμιά φορά. Εδώ, την αγωνία έδιωχναν οι ¨συγχαριάτες¨ ή ο ¨συγχαριάτης!¨. Συγχαριάτης ήταν ένας έφιππος στενός συγγενής της νύφης, που σε λογική απόσταση από το χωριό περίμενε να διακρίνει την συντροφιά του γαμπρού να έρχεται. Μόλις βεβαιωνόταν, καλπάζοντας έφτανε στο σπίτι της νύφης και φώναζε ¨έρχονται!¨, δίνοντας έτσι την χαρούμενη είδηση.

            Από εκεί και πέρα οι στιγμές μετριούνταν. Η νύφη χόρευε τον τελευταίο χορό ως ¨ελεύθερη¨ στο πατρικό της.  Και όλοι οι άλλοι την συντρόφευαν στο χορό, με τραγούδι, με κρασί, ασταμάτητα!.

            Η ¨ταβουλόβεργα¨ κόνταινε τους μουσικούς χρόνους και ο χορός γινόταν πιο γρήγορος. Αλλά και η συντροφιά του γαμπρού είχε ¨ζυγιά¨ και η ¨ταβουλόβεργα¨ ακουγόταν το ίδιο όταν έμπαιναν στο χωριό!.

            Μόλις δινόταν το μήνυμα ότι ο γαμπρός έφτασε στην εκκλησία, ξεκινούσε η πομπή της νύφης. Πρώτοι μπροστά οι χορευτές που ¨χόρευαν την νύφη¨. Χορευτές καλοί, με ¨τσαλιμάκια¨ ασταμάτητα. Πίσω από τους χορευτές η ¨ζυγιά¨ και πίσω σε μικρή απόσταση οι παράνυμφοι με τις λαμπάδες και την μπομπονιέρα του κουμπάρου, η νύφη που την συνόδευαν ο πατέρας και ο αδελφός και όλοι οι άλλοι συγγενείς και γνωστοί.

            Φθάνοντας στην εκκλησία ο πατέρας ¨παρέδιδε¨ την νύφη στον γαμπρό ο οποίος του φιλούσε το χέρι, όπως και τη νύφη και μπαίναν όλοι στην εκκλησία για να γίνει το μυστήριο. Πριν αρχίσει όμως, ο παπάς είχε ήδη λάβει την ¨σπάλα¨ στο ¨τράστο¨ και το κρασί!. Το μερίδιό του από το γάμο…

            Τελειώνοντας το μυστήριο και οι ευχές στους νεόνυμφους, ακολουθούσαν όλοι μαζί τον κεντρικό δρόμο μέχρι το σταυροδρόμι του χωριού, στην αγορά, χορεύοντας το ζευγάρι, όλοι οι χορευτές μαζί.

            Στο τέλος αυτού του χορού ήταν και οι αποχαιρετιστήριοι ασπασμοί ειδικά πατέρα και κόρης. Ο ασπασμός εκείνος ήταν και το σύνθημα για να φωνάξουν οι χορευτές του γαμπρού, που χόρευαν πια μόνον αυτοί. ¨Σας την πήραμε¨! Και αναχωρούσαν χορεύοντας για κάποια απόσταση. Μετά ανέβαιναν στα κάρρα ή στα άλογα και επέστρεφαν στο χωριό τους.

            Κατά την ίδια έννοια χόρευαν και ¨έπαιρναν¨ τη νύφη μέχρι και πριν από 40 και πλέον χρόνια όταν ήταν και οι δύο απ’το χωριό. Εκεί, στο κέντρο του χωριού, στο περίπτερο, γινόταν πάντα η ¨παράδοση¨.

            Στο άναμμα των λαμπάδων υπήρχε μια πρόληψη. Δεν έπρεπε το επιπλέον φυτίλι που καιγόμενο έπεφτε κάτω ή αν το έκοβε κάποιος, να ¨πέσει¨ σε ¨κακά¨ χέρια. Αυτό το ¨υλικό¨ σύμφωνα με την πρόληψη εκείνη, μπορούσε να ¨χρησιμοποιηθεί¨ εναντίον του ανδρισμού του γαμπρού!. Δηλαδή, μπορούσε κάποιος να τον ¨μποδέσει¨ (από το εμποδίζω)  και να μη μπορέσει να ανταποκριθεί στα συζυγικά του πλέον καθήκοντα!. Δηλαδή, εδώ αντιμετωπιζόταν μια περίπτωση ¨μαγείας¨…


στ.ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

            Το ¨τραπέζι¨ ήταν το επιστέγασμα όλων των προσπαθειών και προετοιμασιών. Ήταν οι στιγμές πλέον της ψυχικής ευχαρίστησης και της ψυχαγωγίας, μετά από πολλά τρεχάματα και σκοτούρες.

            Ένα τραπέζι γάμου για να έχει επιτυχία ήθελε τεχνική, ήθελε σχετική ¨μελέτη¨ και κάποιους ¨έμπειρους¨. Η επιτυχία του έγκειτο στο να διατηρηθεί ¨ακμαίο¨ μέχρι το πρωί. Δηλαδή, να μη ¨σπάσει¨ ο κόσμος. Να διατηρηθεί το κέφι, το τραγούδι. Για να γίνουν λοιπόν έτσι καλά όλα, απαιτούνταν κάποιοι να είναι ¨κρασάδες¨ και κάποιοι άλλοι ¨τραγουδιστάδες¨. Και επειδή παρόμοιοι ¨ταλαντούχοι¨ υπήρχαν σχεδόν σ’όλα τα σόγια το θέμα είχε λυθεί εκ των προτέρων.

            Στης νύφης το τραπέζι, λοιπόν, που γινόταν όπως προείπαμε το Σάββατο το βράδυ, κάθονταν οι καλεσμένοι γύρω στις 10 και άρχιζε η διανομή της σούπας, σε εποχή χειμώνα και πιλαφιού, σε εποχή καλοκαιριού. Μόλις τελείωνε η διανομή, ο πατέρας της νύφης σηκωνόταν όρθιος και ταυτόχρονα όλο το τραπέζι και έκανε το Σταυρό του όπως και όλοι, ευχόμενος στην κόρη του και στους καλεσμένους του, ευχές που επαναλαμβάνοντο αμέσως απ’όλους. Αυτό ήταν η αρχή για το φαγητό. Αρχή απαιτούσε και το κρασί. Και γινόταν από κάποιον προεστό, που σήκωνε το ποτήρι προφέροντας το όνομα της νύφης και τις ευχές : ¨Να ζήσετε. Η ώρα η καλή. Στις χαρές σας ανύπαντροι!¨. Και από εκεί και πέρα το κρασί πινόταν ¨κατά βούληση¨ και οι ευχές προς την νύφη συνεχείς και εγκάρδιες.

            Μετά την παρέλευση μιας ώρας περίπου τα πράγματα άλλαζαν. Οι μεγαλύτεροι άρχιζαν το τραγούδι κάνοντας και εδώ την αρχή. Τα πρώτα τραγούδια ήταν τα δύσκολα. Ήταν τραγούδια κλέφτικα, τραγούδια της ¨τάβλας¨. Οι νεώτεροι μόλις που ακολουθούσαν. Το τραπέζι έπαιρνε φωτιά!. Οι ¨σερβιτόρες¨ (στο σερβίρισμα ήταν συνήθως μόνο γυναίκες) έφερναν το ψητό. Γύρω στις 12 το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά και το τραπέζι ήταν ήδη χωρισμένο σε δύο παρέες - ¨χορούς¨. Η μια παρέα – χορός έπιανε το τραγούδι, η άλλη το επαναλάμβανε και το αντίθετο. Αργότερα, κατά τις 1 με 2 άρχιζαν οι ¨δύσκολες¨ ώρες!. Το προχωρημένο της ώρας, το κρασί, η κούραση από τις εργασίες της ημέρας άρχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Δεν έπρεπε όμως να πέσει ο ρυθμός. Άλλωστε έπρεπε να ξημερωθεί το τραπέζι. Να βγεί ο ήλιος και αυτοί να τραγουδούν. Τότε άρχιζαν από τους προεστούς τραγούδια ¨θορύβου¨. Τότε άρχιζε το ¨σταυρωτό¨ που συνοδευόταν από ένα φοβερό πηρουνοπιατοθόρυβο (όλοι χτυπούσαν το πηρούνι τους ή το μαχαίρι κλπ στο πιάτο συνοδεύοντας εκείνους που έπιναν ¨σταυρωτά¨ το κρασί τους. Με το ¨σταυρωτό¨ σχηματιζόταν ο αριθμός 8).

            Η αρχή και εδώ γινόταν από έναν στενό συνήθως συγγενή ή φίλο της οικογένειας, που ¨τόλεγε η καρδούλα του¨ στο κρασί!. Με το ποτήρι στο χέρι ¨επισκεπτόταν¨ δύο – τρείς από τους επισημότερους ή από εκείνους που δεν συμμετείχαν και τόσο στην ¨κρασοκατάνυξη¨!.

            Ο θόρυβος ξύπναγε τα γλαριασμένα μάτια και η συμμετοχή γινόταν και πάλι μεγάλη. Για να κρατηθεί δε αυτό το ¨ξύπνημα¨ ακολουθούσε ένα ακόμη έθιμο- ¨τέχνασμα¨ του τραπεζιού.: Το ¨χαιρετητό¨!. Ή αλλοιώς ¨το σήκωμα της κούπας¨. Ένας στενός συγγενής έπαιρνε ένα πιάτο, αντί δίσκου, καθαρό και τοποθετούσε τρία ποτήρια ή πέντε, τα γέμιζε κρασί και σηκωνόταν όρθιος. Μ’ένα νεύμα σταματούσε το τραγούδι ή η όποια κουβέντα  στο τραπέζι. Γνώριζαν όλοι τι θα επακολουθήσει. Και ήταν σεβαστό. Ήταν η στιγμή των προπόσεων. Αυτός λοιπόν σηκώνοντας το πρώτο ποτήρι έλεγε: ¨Το παρόν ποτήρι το πίνω στην υγεία της νύφης και του γαμπρού. Τους εύχομαι η ώρα η καλή¨ και το έπινε ενώ όλοι οι άλλοι με τα πηρούνια και τα πιάτα έκαναν πάλι το σχετικό θόρυβο. Σηκώνοντας το δεύτερο ποτήρι, έλεγε: ¨Το δεύτερο ποτηράκι το πίνω στην υγεία του ….και της ….(των γονιών)και τους εύχομαι να ζήσουν τα παιδιά τους και στις χαρές των υπολοίπων (παιδιών τους)¨. Και πάλι θόρυβος. Σηκώνοντας και το τρίτο – εδώ ήταν και το επίμαχο σημείο – έλεγε ¨Το τρίτο ποτηράκι το πίνω στην υγεία της παρέας και τους εύχομαι ότι επιθυμεί ο καθένας¨. Και πριν το πιεί, συμπλήρωνε : ¨Και εσένα αγαπητέ ….καλώς να σ’εύρω¨. Και όριζε τον επόμενο που θα έπινε τα τρία ποτήρια!. Και δεν ήταν ορισμός απλός, αλλά προσταγή ¨Νόμος¨!. Γέμιζε λοιπόν τα ποτήρια με κρασί και του τα πήγαινε. Αυτός που λάβαινε τα ποτήρια, τον καλωσόριζε και τον ευχαριστούσε. Είχε δε βαρειές υποχρεώσεις στην συνέχεια. Πρώτον, πριν να κάνει τις προπόσεις έπρεπε να πεί αυτός, ή μόνος, ή με την παρέα του ένα τραγούδι. Δεύτερον, να μη ξεχάσει πίνοντας το τρίτο ποτήρι να βρεί τον επόμενο. Αν ξεχνούσε, έπινε άλλα τρία ποτήρια σαν τιμωρία!. Οι προπόσεις ήταν σχεδόν οι ίδιες. Αρχίζοντας δε ο καθένας ¨υπενθύμιζε¨ την ¨εντολή¨ και τον ¨διατάσσοντα¨!. ¨Κατά διαταγή του …το πρώτο ποτηράκι…κλπ.

            Στην πρόοδο του χαιρετητού προστίθοντο – αν δεν ήταν εξ αρχής – άλλα δύο ποτήρια. Το ένα ήταν για τον μάγειρα και το άλλο για κάποια αγαπημένα πρόσωπα που συνήθως ήταν ξενιτεμένοι ή έμεναν μακριά κλπ. Τα ποτήρια ήταν πάντα σε μονό αριθμό. Με τον κύκλο του ¨χαιρετητού¨, ουσιαστικά τέλειωνε και το τραπέζι του γάμου. Είχε φωτίσει πια!.

            Το αντιπροσωπευτικό τραγούδι στο τραπέζι της νύφης ήταν το ¨Μια Παρασκευή, ένα Σαββάτο βράδυ η μάνα μ’έδιωχνε…¨.

            Η ¨μουσική κάλυψη¨ στους γάμους, όπως και στο πανηγύρι ή στα γιορτάσια κλπ ήταν αποκλειστικότητα της παραδοσιακής ζυγιάς, δηλαδή των παραδοσιακών μουσικών, των γύφτων, με τις γνωστές πίπιζες και το ταβούλι. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε το γραμμόφωνο κι ακόμη πιο αργά το πικ-απ κλπ (Σε στιγμές εκτός τραπεζιού).

            Στο τραπέζι του γαμπρού, που γινόταν την Κυριακή το μεσημέρι, αν ο γάμος γινόταν μετά τον εκκλησιασμό, ή το βράδυ αν γινόταν το απόγευμα, τα έθιμα του τραπεζιού ήταν σχεδόν τα ίδια, με λίγες διαφορές. Μια διαφορά ήταν ότι στην ¨πρώτη θέση¨ κάθονταν, τώρα, μαζί οι νιόπαντροι, οι κουμπάροι και οι γονείς. Κάνοντας έτσι το τραπέζι πιο λαμπρό!. Μια άλλη ήταν το ¨γενικό πρόσταγμα¨ για τραγούδι, προπόσεις (¨χαιρετητό¨) κλπ το είχε ο κουμπάρος!. ¨Έλυνε και έδενε¨. Όλα τα άλλα και σ’αυτό το τραπέζι ήταν ίδια.

            Σήμερα τα παραδοσιακά τραπέζια γάμου έχουν σχεδόν εκλείψει.


ζ. ΤΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

            Παλιά τα νυφικά ταξίδια ήταν όχι μόνο άγνωστα αλλά και αδύνατα να γίνουν. Αδύνατα για δύο λόγους. Πρώτον γιατί έπρεπε να δουν τα πεθερικά το σεντόνι της ¨θυσίας¨ της παρθενιάς και δεύτερον, γιατί, τα μεταφορικά μέσα ήταν ανύπαρκτα αλλά και γιατί ένα τέτοιο ταξίδι δεν θεωρείτο απαραίτητο…(Μέχρι τα μέσα περίπου του αιώνα).

            Αργότερα καθιερώθηκε ένα ολιγοήμερο ταξίδι μόνο και μόνο για να ¨καλυφθεί¨ το θέμα ¨σεντόνι¨ αν η ¨θυσία είχε γίνει προ του γάμου. Στη δεκαετία του ’60 καθιερώθηκε για καθαρά ψυχαγωγικούς λόγους και τίποτα άλλο.

Πάντως, όπως και να είχε το πράγμα η πρώτη Κυριακή μετά τον γάμο, έβρισκε τους νεόνυμφους στο νέο τους σπίτι.

            Σ’αυτό το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε κανένας σχεδόν συγγενής από τη μεριά της νύφης δεν την είχε επισκεφθεί. Η πεθύμια και η αγωνία της μάνας, για το πώς περνά η κόρη της κλπ, έφερνε όλο το σόι, εκείνη την Κυριακή κοντά στους νεόνυμφους. Ήταν τα ¨επιστρόφια¨!. Σε μια παρέα οι συγγενείς ξεκινούσαν από το πατρικό της νεόνυμφης και με τραγούδια κατευθύνοντο προς απάντησή της. Το αντιπροσωπευτικό τραγούδι των ¨Επιστροφίων¨ ήταν το : ¨Ας πάν’να δουν τα μάτια μου πως τα περνά η αγάπη μου…¨.

            Ο γαμπρός και οι συγγενείς του και προπαντός η νύφη το γνώριζαν και τους περίμεναν με αγωνία αλλά και με μεζέ και κρασί. Η συνάντηση ήταν συγκινητική. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα χαράς. Η μάνα έβρισκε ευκαιρία να ρωτήσει την κόρη πως περνάει. Για όλα!. Συμβολικό χαρακτήρα στην επίσκεψη αυτή είχε το ¨άρπαγμα¨ έστω κάποιου μικρού αντικειμένου από τους επισκέπτες συγγενείς και που σήμαινε: ¨Σας πήραμε πίσω κάτι. Δεν μας πήρατε ¨ολόκληρη¨ την κόρη μας¨. Όμως οι συγγενείς του γαμπρού ήταν σε συνεχή επιφυλακή και είχαν κρύψει ότι μικρό και ελαφρύ!. Αν δε τύχαινε να δουν το ¨αρπαγμένο¨ αντικείμενο, αυτός που το είχε πάρει, έπρεπε ασυζητητί να το επιστρέψει!.

Τα ¨επιστρόφια¨, η πρώτη μετά τον γάμο επίσκεψη στους νιόπαντρους, δεν είχε διάρκεια μεγαλύτερη της μιας ή των δύο ωρών.